Ποινικό Δίκαιο

Οι νομικές πληροφορίες των δικαστικών αποφάσεων παρατίθενται για λόγους επιστημονικού ενδιαφέροντος των επισκεπτών της ιστοσελίδας. Αφορούν νομικά ζητήματα που έχουν απασχολήσει τα δικαστήρια. Διευκρινίζεται ότι δεν αποτελούν νομική καθοδήγηση και δεν υποκαθιστούν την παροχή νομικών υπηρεσιών που παρέχει το γραφείο μας.
Δικηγορικό Γραφείο Καβάλα > Νομολογία  > Ποινικό Δίκαιο  > Ανθρωποκτονία από πρόθεση – ΜΟΔ Ξάνθ 9/2005

Ανθρωποκτονία από πρόθεση – ΜΟΔ Ξάνθ 9/2005

Το γραφείο μας υπερασπίστηκε τον κατηγορούμενο προβάλλοντας τον αυτοτελή ισχυρισμό περί άρσης του καταλογισμού. Προσκομίσαμε ιατρικές πραγματογνωμοσύνες και το Δικαστήριο έκρινε ότι κατηγορούμενος κατά τον χρόνο τέλεσης των πράξεων που του αποδίδονται, λόγω της σχιζοφρενούς ψύχωσης από την οποία έπασχε, είχε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών και της συνείδησής του σε βαθμό που να μην είναι σε θέση να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα των πράξεών του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό. Κατ’ ακολουθία, κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο και λόγω της διαπιστωμένης ιατρικώς σχιζοφρενούς ψύχωσης από την οποία έπασχε και της οποίας δομικό χαρακτηριστικό είναι οι υφέσεις και οι εξάρσεις, έκρινε ότι είναι επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια και διέταξε τη φύλαξή του σε δημόσιο θεραπευτικό κατάστημα.

Ακολουθεί απόσπασμα του νομικού σκέλους της απόφασης

«… Κατ’ άρθρο 299 του Π.Κ. όπως η πρώτη παράγραφος ισχύει μετά την κατάργηση της ποινής του θανάτου με το άρθρο 33 παρ. 1 του ν. 2172/1993, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, αν δε η πράξη αποφασίστηκε και τελέστηκε εν βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικά μεν η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικά δε ο δόλος του δράστη που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας διακρίνεται αναφορικά με την ποινική μεταχείριση του δράστη, σε δύο ειδικότερες μορφές με βάση τη διάκριση του δόλου. Εάν ο δράστης αποφάσισε ή εκτέλεσε την πράξη σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που επιτρέπει την ψύχραιμη και ήρεμη σκέψη τιμωρείται με την αυστηρότερη ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ενώ εάν ο δράστης βρίσκεται σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής τόσο κατά τη λήψη της απόφασης για την τέλεση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, όσο και κατά το χρόνο της διαπράξεώς του, τιμωρείται με την επιεικέστερη ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Ως βρασμός ψυχικής ορμής νοείται εκείνη η ψυχική υπερδιέγερση που προκαλείται από την αιφνίδια υπερένταση συναισθήματος ή πάθους, η οποία, ως ενεργός αιτία, έφθασε σε τέτοιο σημείο ώστε να αποκλείσει τη σκέψη, δηλαδή τη στάθμιση των αιτιών που τον ωθούν προς την τέλεσή του, χωρίς να φθάνει μέχρι του σημείου, ώστε να προκαλεί διατάραξη της συνειδήσεως η οποία επιφέρει στέρηση της ικανότητας ή μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό κατά τα άρθρα 34 και 36 του Π.Κ. Για τον καταλογισμό της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως ώστε να στοιχειοθετείται έγκλημα κατά την έννοια του άρθρου 14 παρ. 1 του Π.Κ. απαιτείται όπως κατά το χρόνο τελέσεως αυτής να συντρέχουν σωρευτικά τα εξής αυτοτελή στοιχεία που καταφάσκουν τον καταλογισμό: 1. Η ικανότητα προς καταλογισμό, δηλαδή η από απόψεως ψυχοπνευματικής, υγιής συγκρότηση της προσωπικότητας του δράστη, ώστε να διατηρεί αδιατάρακτη τόσο τη συνείδηση των πράξεών του όσο και τη βουλητική επάρκεια της κατά συνείδηση δράσεως, 2. Η υπαιτιότητα (δόλος) και η έλλειψη πραγματικής πλάνης που να αναιρεί την ύπαρξη δόλου, 3. Η συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή η ασύγγνωστη άγνοιά του και συνακόλουθα η έλλειψη εκ μέρους του δράστη συγγνωστής περί το άδικο νομικής πλάνης. Σύμφωνα με το άρθρο 34 του Ποινικού Κώδικα, «η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξη της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό». Υπό τον όρο νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοβλάβειας με την ευρεία έννοια, ενώ υπό τον όρο διατάραξη συνείδησης περιλαμβάνονται όλες οι ψυχικές διαταράξεις, οι οποίες δεν πηγάζουν από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε ψυχικά υγιή άτομα και είναι πάντοτε παροδικές. Από την προεκτεθείσα διάταξη συνάγεται με σαφήνεια ότι ο νομοθέτης καθορίζει τα βιολογικά αίτια, τα οποία θεωρεί ως δυνάμενα να αποκλείσουν την ικανότητα για καταλογισμό και τα οποία είναι αφενός μεν η νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών, αφετέρου δε η διατάραξη της συνείδησης. Στα βιολογικά αυτά αίτια το άρθρο 34 του Π.Κ. προσδίδει ισχύ αποκλεισμού του καταλογισμού, όταν αποστερούν το δράστη είτε από την ικανότητα να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, είτε από την ικανότητα να ενεργήσει σύμφωνα με τις αντιλήψεις του. Στο βιολογικό αίτιο της νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών υπάγονται οι ψυχικές παθήσεις, οι οποίες διακρίνονται αφενός μεν σε ψυχικές ασθένειες (ψυχώσεις), αφετέρου δε σε ψυχικές ανωμαλίες. Οι ψυχικές ασθένειες διακρίνονται: 1. Σε ενδογενείς, τέτοιες δε είναι η σχιζοφρένεια (και η σχιζοφρενική ψύχωση παρανοειδούς τύπου), κυκλοθυμικές ψυχώσεις, κ.α., όπου το σωματικό αίτιο αγνοείται και 2. Σε οργανικές, οι οποίες προκαλούνται από λοιμώξεις παθήσεων των αγγείων, νεοπλασμάτων, κακώσεων του εγκεφάλου κ.α. Αν λοιπόν εξαιτίας μιας από αυτές τις ψυχικές καταστάσεις ο δράστης δεν είχε την ικανότητα ή είχε σημαντικά μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του, δηλαδή να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο αυτής, δηλαδή να ενεργήσει λογικά, τότε η πράξη στη μεν πρώτη περίπτωση δεν καταλογίζεται στον πράξαντα, στη δε δεύτερη επιβάλλεται μειωμένη ποινή. Το δικαστήριο ερευνά αυτεπάγγελτα αν συντρέχει κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις η οποία αίρει τον καταλογισμό, εκτιμώντας ελευθέρως την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή της ηθικής απόδειξης, μαζί με τις λοιπές αποδείξεις, εφόσον όμως το δικαστήριο αποκλίνει, υποχρεούται σε ειδική αιτιολογία. Η δικαστική κρίση δεν μπορεί να αποστεί από το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, παρά μόνο αν υπάρχουν ουσιώδη ποινικώς αξιολογήσιμα στοιχεία που συνεκτιμώμενα είτε να αναιρούν την επιστημονική ορθότητα και πληρότητα της πραγματογνωμοσύνης είτε να εισφέρουν εύλογη αιτία αμφισβήτησης της αντικειμενικότητάς της …»