Εργατικό Δίκαιο

Οι νομικές πληροφορίες των δικαστικών αποφάσεων παρατίθενται για λόγους επιστημονικού ενδιαφέροντος των επισκεπτών της ιστοσελίδας. Αφορούν νομικά ζητήματα που έχουν απασχολήσει τα δικαστήρια. Διευκρινίζεται ότι δεν αποτελούν νομική καθοδήγηση και δεν υποκαθιστούν την παροχή νομικών υπηρεσιών που παρέχει το γραφείο μας.
Δικηγορικό Γραφείο Καβάλα > Νομολογία  > Εργατικό Δίκαιο  > Δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα, αμοιβές για υπερωρίες και υπερεργασία – ΤρΕφΘρ 507/2008

Δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα, αμοιβές για υπερωρίες και υπερεργασία – ΤρΕφΘρ 507/2008

Δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα, αμοιβές για υπερωρίες και υπερεργασία. Ασκήθηκε αγωγή εις βάρος εντολέως μας για εργατικές απαιτήσεις. Το γραφείο μας, εκπροσωπώντας την εναγόμενη-εργοδότη, προέβαλε ένσταση εξοφλήσεως, προσκομίζοντας μάλιστα στο Δικαστήριο εξοφλητική απόδειξη που είχε στην κατοχή της. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δεν απασχολήθηκε πλέον του νομίμου ωραρίου, ώστε να δικαιούται αποζημίωση. Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.

Ακολουθεί απόσπασμα του νομικού σκέλους της απόφασης

«… Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 45 παρ.1 του ν. 2238/1994 «Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες είναι το εισόδημα που προκύπτει κάθε ένα οικονομικό έτος από μισθούς, ημερομίσθια, επιχορηγήσεις, επιδόματα, συντάξεις και γενικά από κάθε παροχή που χορηγείται περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή είτε σε χρήμα είτε σε είδος ή άλλες αξίες για παρούσα ή προηγούμενη υπηρεσία ΄γ για οποιαδήποτε άλλη αιτία, το οποίο αποκτάται από μισθωτούς γενικά και συνταξιούχους». Κατά δε τι άρθρο 47 παρ. 1 και 2 του ίδιου παραπάνω νόμου «Το εισόδημα που καθορίζεται στο άρθρο 45 αποτελεί το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες. Από αυτό το εισόδημα εκπίπτουν: α) κάθε ποσό για φόρο, τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου που βαρύνει αυτό το εισόδημα, β) οι κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων, οι οποίες επιβάλλονται με νόμο. 2. Το ποσό που απομένει μετά τη διενέργεια των εκπτώσεων που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, αποτελεί το καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες. Τέλος, κατά το άρθρο 57 παρ. 1 εδ. α του ίδιου παραπάνω νόμου, όπως η περ. α΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 5 άρθρ. 9 Ν. 3091/2002 «Στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ο φόρος παρακρατείται από εκείνον που απασχολεί κατά σύστημα έμμισθο ή ημερομίσθιο προσωπικό είτε καταβάλλει συντάξεις, επιχορηγήσεις και κάθε άλλη παροχή. Η παρακράτηση ενεργείται κατά την καταβολή και ο φόρος υπολογίζεται ως εξής: “α) Με βάση την κλίμακα (α) της παραγράφου 1, καθώς και το πρώτο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9, στους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό, τους συνταξιούχους και τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα έτος στον ίδιο εργοδότη ή με σχέση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου, μετά από προηγούμενη αναγωγή του μισθού ή της αμοιβής που ορίζεται με άλλη βάση, σε ετήσιο καθαρό εισόδημα.” Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών αφορά μισθωτούς αμειβόμενους με μισθούς, ημερομίσθια κλπ, ο οποίος παρακρατείται από τον εργοδότη κατά την καταβολή του μισθού του και ο υπολογισμός του γίνεται επί των καθαρών μηνιαίων αποδοχών του, αφού αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, κατόπιν αναγωγής τους στο ετήσιο καθαρό εισόδημα, με βάση την κλίμακα που ορίζεται στο άρθρο 9 παρ. 1 του παραπάνω νόμου.

Κατά το άρθρο 445 του ΚΠολΔ έγγραφα ιδιωτικά, συνταγμένα σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, εφόσον η γνησιότητά τους αναγνωρίστηκε ή αποδείχθηκε, αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση που περιέχουν προέρχεται από τον εκδότη του εγγράφου, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Συνεπώς, το ιδιωτικό έγγραφο της εξοφλητικής αποδείξεως παράγει πλήρη απόδειξη ότι προέρχεται από τον υπογράψαντα αυτό, επιτρεπόμενης ανταποδείξεως (ΑΠ 93/2007 Δημ. Νόμος, Νοβ 2007.1347). Ως προς το γεγονός όμως ότι έγινε η καταβολή, η εξοφλητική απόδειξη αποτελεί στην πραγματικότητα εξώδικη ομολογία, που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 689/2003 ΕλλΔνη 2004/157, ΑΠ 613/1993 ΕλλΔνη 1995.865, ΕΕΝ 1995. 412, ΕφΔωδ 343/2005 ΔημΝόμος).

Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 539/45, «Περί χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1386/1983 και το άρθρο 3 παρ. 16 ν. 4504/1966, κάθε εργαζόμενος δικαιούται το πρώτο και το δεύτερο ημερολογιακό έτος απασχόλησής του αναλογία άδειας αναπαύσεως με αποδοχές και επίδομα αδείας και σε περίπτωση μη χορηγήσεως της άδειας; που ζητήθηκε από το μισθωτό καταβάλλονται αποδοχές αδείας προσαυξημένες κατά 100% (άρθρ. 3 Ν.Δ. 3755/57). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο μισθωτός ο οποίος δεν έλαβε αυτούσια την άδεια του δικαιούται το μισθό του για τις ημέρες τις οποίες εργάσθηκε, όπως επίσης το μισθό της αδείας του τον οποίο θα ελάμβανε εάν πραγματοποιείτο η άδειά του, ως και αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές της αδείας του, εάν η μη πραγματοποίηση της αδείας του οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη, έστω και σε ελαφρά αμέλειά του (ΑΠ 1678/2007 και ΑΠ 376/2006 Δημ Νόμος)…».