Νομολογία

Δικηγορικό Γραφείο Καβάλα > Νομολογία  > Διάταξη Εισαγγελέως Πρωτοδικών Καβάλας: Αόριστη Πληρεξουσιότητα για την υποβολή εγκλήσεως. Απόρριψη ως νόμω αβάσιμης έγκλησης

Διάταξη Εισαγγελέως Πρωτοδικών Καβάλας: Αόριστη Πληρεξουσιότητα για την υποβολή εγκλήσεως. Απόρριψη ως νόμω αβάσιμης έγκλησης

Ιστορικό: Υποβολή εγκλήσεως από πληρεξούσιο για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης που τελέστηκε δημόσια ή μέσω διαδικτύου (363β- 362ΠΚ). Το γραφείο μας ισχυρίστηκε ότι συντρέχει μη νόμιμη υποβολή έγκλησης, διότι η πληρεξουσιότητα προς τον τρίτο ήταν γενική και αόριστη, χωρίς να εξειδικεύεται ή να κατονομάζεται κάποια αξιόποινη πράξη. Συνεπώς, ισχυριστήκαμε ότι δεν πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη εις βάρος του εντολέα μας, λόγω παρέλευσης της τρίμηνης προθεσμίας από το δικαίωμα της εγκλήσεως.

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΚΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ:

Σύμφωνα με το άρθρ.51 ΚΠΔ σύμφωνα με το οποίο «1. Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρ.42 παρ.2 και 3. 2. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, την απορρίπτει με διάταξή του, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία και επιδίδεται στον εγκαλούντα. 3.Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ.2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, απορρίπτει την έγκληση με αιτιολογημένη διάταξή του. 4. Όσα αναφέρονται στα άρθρα 43 παρ.1 και 6, 44, 45, 47, 48, 49 και 50 εφαρμόζονται και ως προς την έγκληση». Η έγκληση δεν στηρίζεται στο νόμο, εκτός των άλλων και όταν τα πραγματικά περιστατικά που ιστορούνται σ’ αυτή, δεν αποτελούν αξιόποινη πράξη ή όταν αυτά δεν πληρούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του περί ου η καταγγελία αδικήματος ή όταν υφίσταται λόγος άρσης του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή του καταλογισμού (βλ.Κ. Φράγκου, Ερμηνεία ΚΠΔ, 2011, σελ 171 επ. Χ.Σεβαστίδης, Ερμηνεία ΚΠΔ, 2011, σελ.525 επ., Μ. Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΔ, 2008, σελ.90 επ). Παράλληλα, ουσιαστικά αβάσιμη είναι η έγκληση, μήνυση ή είδηση, όταν από την διενεργηθείσα προκαταρτική εξέταση, ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται περί του κατ’ ουσίαν ψεύδους (ΔιατΕισΠρΑθ 57/2015, ΠοινΔ/νη 2015 σελ.521, ΔιατΕισΕφΝαυπλ 15/1998 ΠοινΧρ 1998 σελ.836, ΔιατΕισΕφΑθ 669/1986 ΠΧ1987 σελ.252, ΑναφΕισΠλημΑγρ 325/Γ95/710/1996, Υπεράσπιση 1997 σελ.378)

Σύμφωνα με τα άρθρα 42§2 ΚΠΔ και 51§1 ΚΠΔ ορίζεται ότι «Άρθρο 42§2. Η μήνυση γίνεται απευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους είτε από τον ίδιο το μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση στη έκθεση για την κατάθεση της μήνυσης. Μπορεί επίσης η μήνυση να γίνει και προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση και «Άρθρο 51 – 1. Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ.2,3 και 4.». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 114§1 ΠΚ ορίζεται ότι «1. Όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έμαθε για την τέλεση της πράξης και για τον δράστη της ή για έναν από τους συμμετόχους». Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 368 πα.1 ΠΚ, στις περιπτώσεις (μεταξύ άλλων) των άρθρων 362-363 ΚΠΔ η ποινική δίωξη ασκείται μόνον ύστερα από έγκληση. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η υποβολή της εγκλήσεως από τον παθόντα, που θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης γίνεται απευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους είτε από τον ίδιο είτε από ειδικό πληρεξούσιο, οπότε το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως. Με την πληρεξουσιότητα πρέπει να παρέχεται ειδική εντολή, όπως ο πληρεξούσιος υποβάλλει έγκληση για ορισμένο έγκλημα, το οποίο πρέπει να εξατομικεύεται κατά τρόπο που να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα της πράξης και τη βούληση του εντολέα για δίωξη του εγκλήματος που τελέσθηκε εις βάρος του και δεν αρκεί η γενική και αόριστη εντολή να καταθέσει έγκληση. Πρέπει επομένως να προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, κατά τρόπο που να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα της πράξης. (ΑΠ 70/2012 Αρμ 2012/1133, ΑΠ 737/2010 ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 802/2007 ΠοινΧρ 2008/236, Λ. Μαργαρίτης Ερμηνεία κατ’ άρθρο Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, σελ.151). Τέτοια ειδική εντολή παρέχεται από τον εγκαλούντα και όταν με το πληρεξούσιο έγγραφο χορηγείται η εξουσία στον πληρεξούσιο, προκειμένου για συκοφαντική δυσφήμηση, να υποβάλει έγκληση και για τον καθορισμό της πράξης αυτής, γίνεται παραπομπή στο φερόμενο ως δυσφημιστικό έγγραφο και αναφέρεται στην πληρεξουσιότητα ότι όλα όσα ιστορούνται σε αυτό είναι ψευδή και συκοφαντικά και, συνεπώς, παρέχεται η εντολή να υποβάλει έγκληση για όλα τα περιεχόμενα στο έγγραφο περιστατικά, οπότε τα περιστατικά που συνιστούν την πράξη καθορίζονται επακριβώς από τον εγκαλούντα και δεν καταλείπεται πεδίο διακριτικής ευχέρειας στον πληρεξούσιο να κρίνει, καθ’ υποκατάσταση της βούλησης του εγκαλούντος, ποια από τα περιστατικά είναι ψευδή και συκοφαντικά και γ’ αυτό να εγκαλέσει (βλ. Πλημμ. Θεσσαλ. 9148/2014, ΔΙΑΤΕΙΣΠΛΗΜΜ ΛΑΡ 04/50/1/2004, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ). Η πληρεξουσιότητα δε αυτή μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση και η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Προκειμένου για έγκλημα που διώκεται κατ’ έγκληση, η μη νομότυπη υποβολή εγκλήσεως έχει ιδιαίτερη σημασία με δεδομένο ότι εμποδίζει την άσκηση της ποινικής δίωξης, η δε παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας εξαλείφει το αξιόποινο (ΣυμβΑΠ 1661/1989, ΠοινΧρ Μ/1990, Χ.Σεβαστρίδης Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠΔ, σελ.406). Συνεπώς, το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης διώκεται ποινικώς μόνον ύστερα από έγκληση και σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφόσον η έγκληση δεν υποβάλλεται νομότυπα, με την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας που ο νόμος θέτει, εξαλείφεται το αξιόποινο της διερευνώμενης άδικης πράξης.