Εμπράγματο δίκαιο – Αγωγή αναγνώρισης κυριότητας ισογείου ορόφου – ΜονΠρΚαβ. 64/2011
Ο εναγόμενος, εκπροσωπούμενος από το γραφείο μας, προέβαλε ένσταση δεδικασμένου, διότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί ίδιας κυριότητας κρίθηκε και απορρίφθηκε σε προηγούμενη δίκη. Η ένσταση έγινε δεκτή και η αγωγή του αντιδίκου μας απορρίφθηκε.
Ακολουθεί απόσπασμα του νομικού σκέλους της απόφασης
Κατά τη διάταξη του άρθρου 330 ΚΠολΔ το δεδικασμένο εκτείνεται επί των προταθεισών ενστάσεων, ως και επί εκείνων οι οποίες μπορούσαν να προταθούν αλλά δεν επροτάθησαν, από τις μη προταθείσες όμως εξαιρούνται εκείνες οι οποίες στηρίζονται επί αυτοτελούς δικαιώματος, που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι από τις μη προταθείσες – καίτοι μπορούσαν να προταθούν – ενστάσεις καλύπτονται από το δεδικασμένο αφενός μεν οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που η ιστορική τους βάση αποτελείται από απλά πραγματικά γεγονότα τα οποία ουσιαστικά αποτελούν άρνηση της υπάρξεως του αγωγικού δικαιώματος κατά το χρόνο της δικαστικής ασκήσεώς του, αφετέρου δε οι αυτοτελείς γνήσιες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται επί απλού πραγματικού γεγονότος και στηρίζουν ένα διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, αντίπαλο του ασκούμενου με την αγωγή, του οποίου επιφέρει την απόρριψη προσωρινά ή οριστικά, μπορεί όμως να αποτελέσει τη βάση αυτοτελούς αγωγής με αίτημα διαφορετικό από εκείνο της τελεσίδικα κριθείσης. Αντίθετα, δεν αποκλείονται από το δεδικασμένο οι μη προταθείσες γνήσιες μη αυτοτελείς ενστάσεις, δηλαδή οι στηριζόμενες επί ενός αυτοτελούς ενοχικού, εμπράγματου ή διαπλαστικού δικαιώματος του εναγομένου, που μπορεί να αποτελέσει τη βάση αυτοτελούς αγωγής, με αίτημα διαφορετικό από εκείνο της τελεσίδικα κριθείσης βάσεως, δηλαδή αγωγής ανεξαρτήτως από τη δικαιολογητική σχέση που ήταν αντικείμενο της προηγούμενης δίκης, ήτοι η άσκηση του δικαιώματος με αγωγή θα πρέπει να μην οδηγεί σε παραδοχή έννομης συνέπειας που αντιφάσκει προς το δεδικασμένο, αλλιώς θα κατέληγε σε κατάλυση ή περιορισμό του δεδικασμένου. Αν συμβαίνει αυτό, τότε η μη προταθείσα ένσταση καλύπτεται και δεν μπορεί μετά να ασκηθεί για το δικαίωμα κύρια αγωγή, αφού το δικαίωμα αυτό αντιφάσκει προς το δεδικασμένο. Κατά συνέπεια, παρέπεται ότι επί διεκδικητικής αγωγής και επί προβολής ισχυρισμού του εναγομένου ότι κύριος του επίδικου είναι αυτός, που αποτελεί ανεπτυγμένη άρνηση της αγωγής ή καταχρηστική ένσταση και χρησιμεύει για την απόκρουση της αγωγής, αν αυτός ηττηθεί στη δίκη αυτή, γιατί δεν ήταν κύριος, γιατί τέτοιος ήταν ο ενάγων και εγείρει μετά την τελεσιδικία της απόφασης αυτής κατά του ενάγοντος διεκδικητική ή αναγνωριστική αγωγή του ιδίου ακινήτου αποκρούεται με την ένσταση του δεδικασμένου, όχι μόνο αν την κυριότητά του αυτή στηρίζει στον τρόπο κτήσης της κυριότητας τον οποίο δια της ανεπτυγμένης άρνησης ή καταχρηστικής ένστασης πρότεινε, αλλά και αν στηρίζει αυτή σε άλλο τρόπο κτήσεως της κυριότητας, τον οποίο θα μπορούσε να προτείνει και δεν πρότεινε, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα ανατρεπόταν το δεδικασμένο (ΑΠ 909/1979 ΝοΒ 28.264, ΑΠ 245/1975 ΝοΒ 22.1263, ΕφΑθ 10894/1995 ΕλλΔνη 1996 1617, ΕφΘες 1824/1993 Αρμ. 1994. 588, ΕφΑθ 9821/1992 Δίκη 24 610, ΕφΑθ 10291/1991 Δίκη 23. 694).
Περαιτέρω, από τα άρθρα 953, 954, 1001, 1002, 1117, 1033, 1013, 1194, 1498 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2,3,5 έως 7, 10, 13 και 14 του ν. 3741/1929, διατηρηθέντος εν ισχύει με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, καθώς και εκείνες των άρθρων 2§3 του Δ/τος της 31/10/1856 και 2 του Δ/τος της 5.11.1914, συνάγεται ότι σύσταση ή μεταβίβαση χωριστής ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους ή διαμέρισμα, μπορεί να γίνει μόνο με ρητή σύμβαση του κυρίου ή των κυρίων όλου του ακινήτου, για την οποία δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποκείμενη σε μεταγραφή ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Με τη σύμβαση αυτήν ο προς ον η μεταβίβαση αποκτά αυτοδικαίως εκ του νόμου ιδιαίτερα αυτοτελές δικαίωμα επί του ορόφου και συγκυριότητα επί των κοινών μερών της όλης οικοδομής, μεταξύ των οποίων και το έδαφος επί του οποίου αυτή έχει οικοδομηθεί, κατά το ιδανικό μερίδιο που του έχει μεταβιβασθεί, εάν δε τούτο δεν έχει καθορισθεί από τα μέρη ή με τη διάταξη τελευταίας βουλήσεως προσδιορίζεται από το δικαστήριο κατά την αναλογία της αξίας του ορόφου ή του διαμερίσματος στο οποίο αντιστοιχεί. Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 953 και 954 ΑΚ, συνάγεται ότι χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος συνίσταται μόνο με δικαιοπραξία του κυρίου ή των συγκυρίων του όλου ακινήτου, δηλαδή είτε με σύμβαση μεταξύ αυτών ή με σύμβαση μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος, είτε και με διάταξη τελευταίας βουλήσεως, όχι όμως και με έκτακτη ή τακτική χρησικτησία, με την οποία μπορεί απλώς να αποσβεσθεί το επί αυτοτελούς διαμερίσματος ή ορόφου συσταθέν ως άνω δικαίωμα κυριότητος και να αποκτηθεί τούτο από άλλον (ΑΠ 56/2011, δημοσίευση σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 678/2009 δημοσίευση σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2057/2009, δημοσίευση σε ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινόχρηστων αυτών μερών γίνεται είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε και με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4§1,5 και 13 του πιο πάνω ν. 3741/1929. Αν δεν υπάρχει άλλη συμφωνία μεταξύ των συνιδιοκτητών για τα κοινόχρηστα πράγματα, κρατεί ο κανόνας ότι καθένας από αυτούς δικαιούται να κάνει απόλυτη χρήση των κοινών πραγμάτων, υπό τον όρο να μην βλάπτει τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών, ούτε να μεταβάλει το συνήθη προορισμό τους. Άρα, δικαιούται ο συνιδιοκτήτης να ωφελείται, σύμφωνα με το άρθρο 1000 του ΑΚ, από όλες τις χρησιμότητες που το πράγμα μπορεί να του παράσχει (ΟλΑΠ 7/92 ΕλλΔνη 33.751, ΑΠ 984/2010 δημοσίευση σε Νόμος, ΑΠ 1139/1996 ΕλλΔνη 38 621, ΑΠ 693/1995 ΕλλΔνη 38. 1130).