Αστικό Δίκαιο

Οι νομικές πληροφορίες των δικαστικών αποφάσεων παρατίθενται για λόγους επιστημονικού ενδιαφέροντος των επισκεπτών της ιστοσελίδας. Αφορούν νομικά ζητήματα που έχουν απασχολήσει τα δικαστήρια. Διευκρινίζεται ότι δεν αποτελούν νομική καθοδήγηση και δεν υποκαθιστούν την παροχή νομικών υπηρεσιών που παρέχει το γραφείο μας.
Δικηγορικό Γραφείο Καβάλα > Νομολογία  > Αστικό Δίκαιο  > Εμπράγματο δίκαιο – Διαφορές ιδιοκτητών κάθετης ιδιοκτησίας – ΜονΕφΘρ 179/2018

Εμπράγματο δίκαιο – Διαφορές ιδιοκτητών κάθετης ιδιοκτησίας – ΜονΕφΘρ 179/2018

Αποκλειστική χρήση κατά τη σύσταση χωριστής κυριότητας σε αυτοτελή οικοδομήματα εντός ενιαίου οικοπέδου. Τοποθέτηση περίφραξης σε ακάλυπτο τμήμα οικοπέδου για το οποίο (τμήμα) είχε συμφωνηθεί αποκλειστική χρήση. Το γραφείο μας άσκησε αγωγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, την άρση της περίφραξης. Το Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε τις εναγόμενες σε άρση της περίφραξης άλλως να επιτραπεί στην εντολέα μας να την επιχειρήσει η ίδια και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες σε προκαταβολή των δαπανών.

Ακολουθεί απόσπασμα του νομικού σκέλους της απόφασης

«…Στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του ΝΔ. 1024/1971 «περί ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρόμενων επί ενιαίου οικοπέδου» ορίζεται ότι: «εν τη έννοια του άρθρου 1 του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, δύναται να συσταθεί διηρημένη ιδιοκτησία και επί πλειόνων αυτοτελών οικοδομημάτων ανεγειρόμενων επί ενιαίου οικοπέδου ανήκοντος εις ένα ή πλείονες ως και επί ορόφου ή μερών των οικοδομημάτων αυτών, επιφυλασσόμενων των πολεοδομικών διατάξεων». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για τη σύσταση της κατά τη διάταξη αυτή διαιρεμένης ιδιοκτησίας, της λεγάμενης κάθετης ιδιοκτησίας, είναι η ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων αυτοτελών οικοδομημάτων που έχουν κατασκευαστεί ή θα ανεγερθούν σε ενιαίο οικόπεδο που ανήκει σε ένα ή περισσότερους κυρίους. Η αυτοτελής ιδιοκτησία συνίσταται είτε σε ολόκληρο το αυτοτελές οικοδόμημα με τη μορφή απλής κάθετης συνιδιοκτησίας είτε σε ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων,οπότε συνυπάρχει με την μορφή της σύνθετης κάθετης συνιδιοκτησίας. Σε κάθε περίπτωση η κάθετη συνιδιοκτησία ρυθμίζεται κατά τα λοιπά από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ. του Ν. 3741/1929 «περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, με το άρθρο 54 Εισ.Ν.ΑΚ και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, από το συνδυασμό των οποίων προκύπτει ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας η οποία αποτελεί σύνθετο, αλλά ενιαίο εμπράγματο δικαίωμα ιδρύεται κυρίως χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου και παρεπομένως αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν και σε σχέση με την κάθετη ιδιοκτησία, αφού οι παραπάνω Ν. 1024/1971 δεν επέφερε καμία μεταβολή στη νομική κατασκευή του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας, όπως διαμορφώθηκε από τις προαναφερόμενες διατάξεις (Βλ ΑΠ 1832/2014, ΑΠ 1207/2011, ΑΠ 532/2009 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 3 παρ. 2, 4 παρ. 1, 5 περ. Α΄, 13 του ν. 3741/1929, 25, 26 του Ν.Δ. 1003/1971,1, 2, 3 του ν.δ. 1024/1971, 785, 787, 790, 1002 και 1117 του ΑΚ προκύπτει ότι, στην περίπτωση σύστασης χωριστής κυριότητας σε αυτοτελή οικοδομήματα εντός ενιαίου οικοπέδου με τη συστατική πράξη ή με ιδιαίτερη συμφωνία των συνιδιοκτητών, η οποία καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται, δεν αποκλείεται να ορίζεται ότι το τμήμα του εδάφους, στο οποίο ανεγείρεται η αυτοτελής οικοδομή και ο χώρος που την εξυπηρετεί δεν θα είναι κοινόχρηστα μέρη, αλλά θα καταλείπονται στην αποκλειστική χρήση του κυρίου της αυτοτελής οικοδομής. Η δικαιοπρακτική αυτή ρύθμιση της χρήσης του εδάφους τροποποιείται, μόνο, με νέα απόφαση της παμψηφίας των συνιδιοκτητών, η οποία πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και να μεταγραφεί. Ειδικότερα σε περίπτωση κάθετης ιδιοκτησίας δεν αποκλείεται να συμφωνηθεί μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών ότι το τμήμα εδάφους, στο οποίο θα ανεγερθεί η χωριστή ιδιοκτησία και ο χώρος που την εξυπηρετεί, δεν θα είναι κοινόχρηστα αλλά θα ανήκουν στην αποκλειστική χρήση του κυρίου της χωριστής ιδιοκτησίας. Οι συμφωνίες με τις ποίες κανονίζονται κατά διαφορετικό τρόπο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ιδιοκτητών αυτών στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα πράγματα, δημιουργούν περιορισμούς της αναγκαστικής συγκυριότητας επ’ αυτών, από την οποία απορρέει το δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση τους. Οι δημιουργούμενοι έτσι περιορισμοί, χωρίς να είναι δουλείες με την έννοια των άρθρων 1118 επ., 1142 επ. και 1188 επ. του ΑΚ φέρουν το χαρακτήρα δουλείας, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 3 του Ν. 3741/1929, υπό την έννοια ότι δεσμεύουν τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των ιδιοκτητών των καθέτων ιδιοκτησιών που τους συνομολόγησαν και αντιτάσσονται κατά τρίτων. Η συμφωνία αυτή για αποκλειστική χρήση του χώρου που εξυπηρετεί τη χωριστή ιδιοκτησία από τον κύριο αυτής,τροποποιείται με απόφαση της παμψηφίας των συνιδιοκτητών. Κατ’ εξαίρεση η τροποποίηση αυτή μπορεί να γίνει με απόφαση του δικαστηρίου, με την μορφή της συμπληρωματικής και διορθωτικής λειτουργίας του άρθρου 288 του ΑΚ, το οποίο έχει εφαρμογή σε όλο τον χώρο του ιδιωτικού δικαίου και αναφέρεται σε κάθε είδους ενοχές, είτε αυτές πηγάζουν από δικαιοπραξία είτε από το νόμο (βλ ΑΠ 817/2015, ΑΠ 562/2014, ΑΠ 735/2012 ΝΟΜΟΣ). Σε εφαρμογή της σχετικής αρχής το αρμόδιο Δικαστήριο παρεμβαίνει διορθωτικά στη συμβατική ρύθμιση καθορίζοντας, την σχέση μεταξύ των μερών στο μέτρο που επιβάλλεται από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Η διορθωτική αυτή παρέμβαση επέρχεται στις ειδικότερες περιπτώσεις, κατά τις οποίες συντρέχουν συνθήκες που είναι απρόβλεπτες και ενώ δεν επάγονται την εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ καθιστούν, για έναν από τους συμβαλλόμενους, την υποχρέωσή του υπέρμετρως επαχθή σε βαθμό,που υπερβαίνει το κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, επιβαλλόμενο μέτρο (βλ ΑΠ 334/2015, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 988/2012 ΧρΙΔ 2013,26, ΑΠ 1289-1292/2011, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 69 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αίτηση παροχής έννομης προστασίας ασκείται παραδεκτώς εφόσον μεταξύ άλλων συντρέχει άμεσο υπό την έννοια του ενεστώτος εννόμου συμφέροντος. Υπό τους όρους αυτούς αποκλείεται και απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, εφόσον η ανάγκη που την επιβάλλει δεν είναι υφιστάμενη και ενεστώσα αλλά αναμένεται να εμφανιστεί στο μέλλον εκτός εάν συντρέχει κάποια από τις επιπτώσεις που αναφέρονται στον κανόνα του άρθρου 69 ΚΠολΔ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της εφέσεως το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ΚΠολΔ από τους διαδίκους, ώστε ο εκκαλών με την έφεση παραπονείται, διότι η αγωγή απορρίφθηκε ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη,να κρίνει μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη. Στην περίπτωση αυτή, επειδή κατάτο άρθρο 534 του ίδιου κώδικα δεν επιτρέπεται η αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό κατά το αποτέλεσμα διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως, απαράδεκτη και χωρίς ειδικό λόγο εφέσεως (βλ ΑΠ 224/2016, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 591/2015 ΝΟΜΟΣ) …».