Ενοχικό δίκαιο – Αγρομίσθωση – ΕιρΚαβ 1/2017
Εκμισθωτής αποβάλλει μισθωτή επιτρέποντας σε τρίτο να οργώσει τον μίσθιο αγρό. Αγωγή αποζημίωσης από τον μισθωτή με αντικείμενο θετική και αποθετική ζημία, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το γραφείο μας εκπροσώπησε τον εκμισθωτή –ιδιοκτήτη, καθώς και αυτόν που όργωσε κατ’ εντολήν του τον αγρό, και προέβαλλε μεταξύ άλλων τους ισχυρισμούς οι επικαλούμενες πράξεις τους και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενες, δεν ήταν παράνομες ως αντικείμενες στο γενικό καθήκον να μην ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον και ότι η διάρκεια της μίσθωσης δεν ανανεώθηκε, συνεπώς δε, το δικαίωμα του μισθωτή μπορεί να ασκηθεί μόνο για το συμφωνηθέντα χρόνο διάρκειας της μίσθωσης. Το δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς μας και απέρριψε την αγωγή.
Ακολουθεί απόσπασμα του νομικού σκέλους της απόφασης
«… Η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής και μόνη δεν συνιστά άνευ άλλου και αδικοπραξία, είναι όμως δυνατόν μία υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώνει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος, το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος και όφειλε αυτός να το σεβαστεί (ΟλΑΠ 967/1973 αδημ., ΑΠ 1801/2001, Δ/ΝΗ 2002/1350). Οι αξιώσεις από τη σύμβαση και την αδικοπραξία είναι δυνατόν να συρρέουν και να ασκηθούν παράλληλα, δεν μπορούν όμως εφόσον αλληλοκαλύπτονται και να ικανοποιηθούν μαζί, αφού η ικανοποίηση της μίας καθιστά χωρίς αντικείμενο την άλλη (ΑΠ 292/2015 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1190/2007, ΔΕΕ 2008/88), εκτός εάν από τν τελευταία παρέχεται πρόσθετη έννομη προστασία, μη παρεχόμενη από την συρρέουσα αντικειμενικά (ΑΠ 1500/2004, ΑΠ 737/2011, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 198/98, Δνη 39-930, ΕφΑθ 3488/1980 ΝοΒ 29-100, ΕφΠατ 822/82 Δνη 24-1431). Η ευθύνη εξ αδικοπραξίας θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών κανόνες (ΑΠ Ολ 967/1973 ΝοΒ 22,505, ΑΠ 25/1998 ΝοΒ 47,390, ΕφΑθ 9671/1998 ΕλΔ 41,533).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 619 του Α.Κ., με τη σύμβαση της μίσθωσης αγροτικού κτήματος ο εκμισθωτής έχει την υποχρέωση, με αντάλλαγμα την καταβολή μισθώματος, να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του μισθίου και την κάρπωσή του, με τους όρους της τακτικής εκμετάλλευσης. Το άρθρο 620 του Α.Κ. ορίζει ότι στη μίσθωση αγροτικού κτήματος (αγρομίσθωση) εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη μίσθωση πράγματος, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στα άρθρα 621-637 του Α.Κ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575 και 584 του ΑΚ, προκύπτει ότι ο εκμισθωτής ευθύνεται σε αποζημίωση του μισθωτή γι τη μη εκτέλεση της συμβάσεως, εάν παρακωλύει τη συμφωνημένη χρήση του μισθίου ή αφαιρεί αυτήν από το μισθωτή, ο οποίος την αποζημίωση αυτή δικαιούται να απαιτήσει βάσει των γενικών διατάξεων των άρθρων 335, 336 και 343 ΑΚ. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 997 και 298 Α.Κ., ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς επίσης οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, να εκτίθενται στην αγωγή. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του κέρδους που φέρεται συνολικά ως διαφυγόν, αλλ’ απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 20/1992, Δ/ΝΗ 1992.1435).
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν ή η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να κριθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική θα πρέπει να υπάρχει προφανής υπέρβαση των ως άνω ορίων που υφίσταται όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε σε συνάρτηση με αυτή του υπόχρεου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με τη συμπεριφορά του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτή) ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον μεσολαβήσαντα χρόνο ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς να εμποδίζουν κατά νόμο τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικές αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η συμπεριφορά αυτή τείνει στην ανατροπή τις κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες, οι οποίες κρίνονται σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση άσκησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 6/2016 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 33/2005, Δ/ΝΗ/2005.1033, ΟλΑΠ 8/2001, Δ/ΝΗ2001.382, ΟλΑΠ 17/1995, ΝοΒ/1996.416, ΑΠ 971/2004 ΕλλΔνη 2005,421, ΑΠ 66/2004 ΕλλΔνη 2004,136, ΑΠ 938/2003 ΕλλΔνη 2003,1595). Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματός του επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο χρόνο για την παραγραφή καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί από μόνη της για να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Μόνο όταν η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί μπορεί η άσκηση του δικαιώματος, η οποία επιφέρει απλώς δυσμενείς συνέπειες, χωρίς να απαιτείται να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάσταχτες συνέπειες (ΑΠ 265/2009 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ), να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του (ΟλΑΠ 2/2001 ο.π., ΑΠ 1236/2004 ΕΕΝ 2005,116,ΑΠ 1332/2004 ΕλλΔνη 2005,1427, ΑΠ 1142/2001 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3445/2004 ΕΕργΔ2005.650, ΕφΘεσ 1871/2004 Αρμ 2004,24). Εξάλλου, πραγματικά περιστατικά που περιέχουν άρνηση του αγωγικού δικαιώματος και εμποδίζουν τη γέννησή του και αληθή υποτιθέμενα δεν μπορεί να θεμελιώσου την ένσταση του άρθρου 281 του ΑΚ (βλ. Σχετικώς ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995.1531, ΕφΘεσ 10/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1017/1998 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ). Για την πληρότητα της εν λόγω ένστασης και το παραδεκτό της θα πρέπει κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από τον διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε γίνεται επίκληση από αυτόν του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά συνιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής με την οποία ασκείται το δικαίωμα αυτό και για την αιτία αυτή (ΑΠ 2102/2007 ΕλλΔνη 2009.425, ΑΠ 966/2004 ΑρχΝ 2004.496, ΑΠ 1129/2002 ΕλλΔνη 2004.424, ΑΠ 1351/2001 ΕΕΝ 2003.15, ΕφΑθ 1518/2001 ΑρχΝ 2003.233, ΕφΘεσ 2245/2000 Αρμ 2003.784)…»