Ενοχικό δίκαιο – Προσβολή της προσωπικότητας λόγω συκοφαντικής δυσφήμησης και ηθική αυτουργία σε συκοφαντική δυσφήμηση – ΜονΕφΘρ 57/2019
Το γραφείο μας άσκησε αγωγή για λογαριασμό του παθόντος, αιτούμενο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ισχυριστήκαμε ότι πρόκειται για ψευδείς κατά περιεχόμενο ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν ενώπιον συμβολαιογράφου. Επιπλέον, υποστηρίξαμε ότι παραβιάστηκε ο ιδιωτικός βίος και η δημόσια εικόνα του παθόντος, αφού τον παρουσιάζουν ως άτομο με διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα από εκείνη την οποία ο ίδιος είχε στην πραγματικότητα. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις εκατέρωθεν εφέσεις, με αποτέλεσμα να καταστεί τελεσίδικη η πρωτόδικη απόφαση (ΜονΠρΚαβ 87/2016), με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του εντολέα μας χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνολικού ύψους 10.000,00€.
Ακολουθεί απόσπασμα του νομικού σκέλους της απόφασης
“…Στο άρθρο 914 ΑΚ ορίζεται ότι, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Κατά δε το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση, για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Για να παραχθεί αδικοπραξία, κατά την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ και υποχρέωση του δράστη προς αποζημίωση του παθόντος, απαιτείται, εκτός από την επέλευση της ζημίας: α) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παράνομα, συγχρόνως δε και υπαίτια, ήτοι από δόλο ή αμέλεια (άρθρο 330 ΑΚ), β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και γ) να υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια, μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας (ΑΠ 81/2013, ΑΠ 114/2012 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 462/2011 ΝοΒ. (2011). 2115, ΑΠ 41/2010 ΕλλΔνη. 52(2011). 376). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παρανόμως στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημιώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ιδίου Κώδικος και στην περίπτωση του άρθρου 57, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Άλλωστε, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ : “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…”. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ.
Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν, εξάλλου, πράξεις που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμη και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει, ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις, που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Με τις παραπάνω διατάξεις προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας, το οποίο αποτελεί πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου, με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις-εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας αυτής (προσωπικότητας). Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι΄ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του και η ελευθερία (σωματική, ψυχική και οικονομική), η οποία περιλαμβάνει τη δυνατότητα ακώλυτης ανάπτυξης κάθε ανθρώπινης ενέργειας. Προϋποθέσεις, για την προστασία της προσωπικότητας, με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας, με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου, κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει, όταν γίνεται, χωρίς δικαίωμα ή, με βάση δικαίωμα, το οποίο, όμως, είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται καταχρηστικά, κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα, για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνον ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφημήσεως απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ιδίου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Ωστόσο, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, παραμένει, όμως η απλή δυσφήμηση ως προσβάλλουσα επίσης την προσωπικότητα σε βαθμό μη ανεκτό, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες από το άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νομίμου εξουσίας ή την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Και στην περίπτωση όμως αυτή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδηλώσεως δεν αίρεται και συνεπώς παραμένει η παρανομία, ως συστατικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η ανωτέρω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμηση ή όταν από τον τρόπο και από τις περιστάσεις που έγινε αυτή προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού. Η τελευταία διάταξη του άρθρου 367 του ΠΚ, για την ενότητα της εννόμου τάξεως, εφαρμόζεται, αναλογικώς και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ, ώστε αιρουμένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη του άρθρου 367 παρ. 2 του ΠΚ), αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 1431/2017, ΑΠ 271/2012, ΑΠ 285/2012, ΑΠ 179/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, του ΠΚ 367 παρ. 2), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προσβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του ΠΚ 367 παρ. 2, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης των άρθρων 363-362 του ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (ΑΠ 109/2012 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), περιστατικά που προτείνονται κατ’ αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγομένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ (ΑΠ 265/15, ΑΠ 109/2012, ΑΠ 271/2012, ΑΠ 532/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ). Ως εκ τούτου, σε περίπτωση, που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση, που προσβάλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική του βλάβη (ΑΠ 179/2011, ΑΠ 333/2010, ΑΠ 1030/2009, ΑΠ 1662/2005, ΕφΑθ 174/2014, ΕφΘρ 72/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποίθησης ή γνώμης ή εκ μετάδοσης από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοσή της, από άλλον, γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου, ενώ μπορεί να γίνει και με την κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου αγωγής ή αίτησης στο όνομα του δράστη, οπότε γνώση του ισχυρισμού αυτού, που περιέχεται στην αγωγή ή την αίτηση λαμβάνουν οι υπάλληλοι της γραμματείας του δικαστηρίου, οι δικαστές ή και άλλα πρόσωπα. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δυνατόν να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και την ευπρέπεια. Το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός πρέπει να έχει περιεχόμενο σαφές και ορισμένο, το οποίο μπορεί όχι μόνο να προκύπτει ευθέως, αλλά και να εκφέρεται υπό τύπον ερώτησης ή αμφιβολίας ή υπαινιγμού ή επιφυλάξεων, αρκεί να μπορεί τούτο να συναχθεί από τις περιστάσεις, κατ’ έννοια αντικειμενική και να καταστεί διαγνωστό από τον τρίτο. Δεν αποτελεί, όμως, γεγονός, η έκφραση αξιολογικών κρίσεων, που εντάσσονται στις υποκειμενικές εκτιμήσεις, συμπεράσματα και προγνώσεις. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον, όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση, κατά τη διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ. Ακόμη, ειδικός σκοπός, κατευθυνόμενος επ’ ευκαιρία ειδικώς και μόνο στην προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής ή επαγγελματικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού, που ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικώς, αποτελεί εξαίρεση, και υπάρχει ιδίως, όταν η εκδηλωθείσα συμπεριφορά δεν ήταν αντικειμενικώς αναγκαία, προς προστασία του επικαλούμενου, ως προστατευτέου συμφέροντος. Η επιδίκαση της ικανοποίησης του προσβληθέντος, η οποία κατά τα ως άνω αναλύθηκε, αφέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, εάν κρίνει, ότι επήλθε ηθική βλάβη, προσδιορίζει το ποσό της, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ως προς το βαθμό του πταίσματος του δράστη, το είδος της προσβολής, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (ΑΠ 265/2015, ΑΠ 1231/2014, ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 1800/2014, ΑΠ 1865/2014, ΕφΑθ 1028/2016 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1531/2011 ΔΕΕ 2011.861, ΕφΘεσ 1220/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) ..”.