Ενοχικό δίκαιο – Προσβολή της προσωπικότητας – ΠολΠρΚαβ 26/2013
Αγωγή Βουλευτή εναντίον των εντολέων μας, ιδιοκτήτη εφημερίδας και δημοσιογράφου, για προσβολή της προσωπικότηταάς του από δημοσίευση στον τύπο στοιχείων της προσωπικής και οικογενειακής του ζωής, αιτούμενος την επιδίκαση αποζημιώσεως. Το γραφείο μας προέβαλλε την ένσταση ότι τα αναγραφόμενα στο δημοσίευμα είναι αληθή και επιπλέον οι εντολείς μας προέβησαν στην επίμαχη δημοσίευση από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, και δη με σκοπό την ενημέρωση του κοινού από την συμπεριφορά και τις απόψεις του ενάγοντος, ο οποίος είναι γνωστό πολιτικό πρόσωπο, που έχει εκθέσει στη δημοσιότητα την προσωπική και οικογενειακή του ζωή, γεγονός που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της δυσφήμησης. Αντένσταση του Βουλευτή ότι οι εντολείς μας υπερέβησαν το αναγκαίο μέτρο της πληροφόρησης του κοινού, επιπλέον δε από το ειρωνικό ύφος του δημοσιεύματος, προκύπτει σαφώς σκοπός εξύβρισης. Το δικαστήριο δέχθηκε την ένστασή μας και απέρριψε την αγωγή του αντιδίκου μας.
Ακολουθεί απόσπασμα του νομικού σκέλους της απόφασης
[…] Το άρθρο 14 του Συντάγματος, ορίζει στην μεν παράγραφο 1 ότι καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους, στη δε παράγραφο 2 ότι ο τύπος είναι ελεύθερος και ότι η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύεται. Ο τύπος αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα και ασκεί καθήκοντα που ο ίδιος επιλέγει βάσει της αποστολής του, η οποία συνίσταται στην πληροφόρηση και τη σύμπραξη για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Η ελευθερία όμως του τύπου δεν αποτελεί αυτοσκοπό και συνακόλουθα δεν πρέπει να συνεπάγεται, χωρίς άλλο, τη θυσία άλλων εννόμων αγαθών, γι’ αυτό και υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.1 του Συντάγματος, στο γενικό προορισμό της τήρησης των νόμων του Κράτους, οι οποίοι αποτελούν και το γενικό νομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο κινείται και αναπτύσσεται ελεύθερα ο τύπος. Με νόμο, επομένως, μπορεί να περιοριστεί η ελευθερία διάδοσης των στοχασμών και η αντίστοιχη ελευθερία πληροφόρησης, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να είναι γενικής φύσης, να αποτελούν μόνο κατασταλτικά μέτρα και να μη θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της ελευθερίας του τύπου. Το άρθρο 10 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης, που κυρώθηκε με το ν. 2329/1953 και το ν.δ. 53/1974,καθιερώνει με την παράγραφο 1 αυτού την ελευθερία της γνώμης και της μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, όμως με την παράγραφο 2 αυτού προβλέπει δυνατότητα περιορισμού της ελευθερίας του τύπου, ορίζοντας ότι η άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες και μπορεί να υπαχθεί σε περιορισμούς ή κυρώσεις που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια τάξη, την προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων τρίτων, για την παρεμπόδιση της κοινολόγησης εμπιστευτικών πληροφοριών ή για την εξασφάλιση του κύρους ή της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας (ΑΠ 1496/2009 Νόμος, ΑΠ 1337/2008 Νόμος, ΑΠ 167/2008 Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 57 παρ. 1 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται. Προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επέμβασης από τρίτο στη σφαίρα αυτής, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου, που συνιστούν συντελεστές, προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ανθρώπου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματική ή ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής προσωπικότητας του βλαπτόμενου κατά το χρονικό σημείο της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι είτε από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της σύγκρουσης των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα αγαθά και συμφέροντα για τη διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Για την προστασία της προσωπικότητας δεν απαιτείται η ύπαρξη πταίσματος, δούλου ή αμέλειας, αυτού που προσβάλει. Απαιτείται όμως για την αξίωση αποζημίωσης και χρηματική ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, διότι το άρθρο 57 παρ. 3 ΑΚ παραπέμπει στις διατάξεις περί αδικοπραξιών (ΑΠ 1496/2009 Νόμος, ΑΠ 311/2009 Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ. 1 του ν. 1178/1981 “περί αστικής ευθύνης του τύπου”, ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, για την παράνομη περιουσιακή ζημία και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που προκλήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα που θίγει την τιμή ή την υπόληψη παντός ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 γνώση ή υπαίτια άγνοια, συντρέχει στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος στον εκδότη ή το διευθυντή σύνταξης του εντύπου και περαιτέρω κατά την παρ.2, καθορίζονται κατώτατα όρια χρηματικής ικανοποίησης, αναλόγως του τόπου έκδοσης του εντύπου (κέντρο ή επαρχία). Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται γνήσια αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτου του εντύπου, φυσικού ή νομικού προσώπου, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχει η κατά τα ανωτέρω υποκειμενική ευθύνη στο πρόσωπο του συντάκτη ή του εκδότη-διευθυντή. Ας σημειωθεί ότι η κατά τον ανωτέρω νόμο αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου δημοσιεύματος είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη σχέσης πρόστησης ανάμεσα σε αυτόν και τα άλλα ως άνω πρόσωπα, καθόσον η ευθύνη αυτή δεν διαπλάθεται από το νόμο με βάση τις αρχές της πρόστησης (ΕφΑθ 7451/2006 ΔΕΕ 2007.578, ΕφΠατρ 357/2004, ΑχαΝομ 2005.4, ΕφΘες 2147/2001βΑρμ 2002.1161). Εξάλλου, τα λοιπά πρόσωπα, δηλαδή ο συντάκτης του θίγοντος την τιμή ή την υπόληψη δημοσιεύματος, ο διευθυντής και ο εκδότης της εφημερίδας ή του περιοδικού, εξακολουθούν να ευθύνονται βάσει των κοινών διατάξεων των άρθρων 57 ,56, 914, 919, 920, 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 361-363 του ΠΚ. Όλοι δε, ιδιοκτήτης, εκδότης-διευθυντής και συντάκτης, ευθύνονται εις ολόκληρο κατά το άρθρο 926 ΑΚ (ΑΠ 782/2005 Νόμος, ΑΠ 961/2003 Νόμος). Περαιτέρω, το άρθρο 681 Δ του ΚΠολΔ που προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 10 του ν. 2145/1993 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 12 του ν. 2328/1995, ορίζει την παράγραφο 1 ότι “κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ.1, 667, 671 παρ. 1-3, 672 και 673-676 δικάζονται από το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο οι πάσης φύσεως διαφορές που αφορούν σε αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε διά του τύπου ή με ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές, ως και οι συναφείς προς αυτές αξιώσεις προστασίας της προσωπικότητας των προσβληθέντων”. Η ευρύτητα με την οποία έχει διατυπωθεί η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 681 Δ παρ.1 ΚπολΔ, καθιστά σαφές ότι στην προκαθοριζόμενη από αυτήν ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. ΚΠολΔ υπάγονται όλες ανεξαρτήτως οι διαφορές που αποσκοπούν στην αποκατάσταση οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή στην ικανοποίηση ηθικής βλάβης, καθώς και οι αξιώσεις προστασίας των ατόμων εκείνων, η περιουσία ή η προσωπικότητα των οποίων προσεβλήθη από δημοσίευμα ή τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή του εντύπου ή ηλεκτρονικού τύπου, ασχέτως προς την ιδιότητα το εναγομένου, ο οποίος εφόσον ο νόμος δε διακρίνει, μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, του οποίου η εκδηλωθείσα συμπεριφορά ή οποιαδήποτε συμμετοχική δράση οδήγησε στην πρόκληση προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος (ΑΠ 1377/2008 Νόμος, ΑΠ 14/2007 Νόμος, ΑΠ 1900/2006 ΧρΙΔ 2007,433). Εξάλλου, κατ’ άρθρο 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάσσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται. Εξάλλου, η τήρηση της τακτικής ή ειδικής διαδικασίας δεν επαφίεται στη βούληση των διαδίκων, αλλά ρυθμίζεται από το νομοθέτη αναγκαστικώς και με κανόνες δημοσίου δικαίου ως αναγόμενη στα γενικά ζητήματα του συστήματος απονομής του δικαίου κατά τον τρόπο λειτουργίας των δικαστηρίων (ΑΠ 1444/2007 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΕφΑθ 2575/2010 ΑρχΝ 2010.562). Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, η δικαστική διαταγή για την εκδίκαση της υπόθεσης με την προσήκουσα διαδικασία, δεν παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση προς εκδίκαση με την αρμόζουσα διαδικασία, αλλά παρέχει την ευχέρεια στο δικαστήριο να παραπέμψει την υπόθεση ή να την κρατήσει και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, εφόσον από την άλλη γενική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης δεν επιβάλλεται η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση για την προπαρασκευή των διαδίκων. Το δικαστήριο πρέπει να ερευνά το περιεχόμενο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο για να κρίνει, αν η διαδικασία στην οποία έχει εισαχθεί καλύπτει τις προϋποθέσεις της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμοστεί, οπότε σε καταφατική περίπτωση προβαίνει σε εφαρμογή της και εκδικάζει την υπόθεση με την προσήκουσα διαδικασία ακόμη και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την έκδοση της απόφασης (Εφ Αθ 131/2008 ΕλλλΔνη 2009.853, ΕφΔωδ 17/2007 Νόμος, ΕφΠατρ 318/2004 ΑχαΝομ 2005,547,ΕφΠατρ 648/2003 ΑχαΝομ 2005,504). Η διάταξη έχει εφαρμογή, όχι μόνο όταν η υπόθεση εισήχθη στην τακτική διαδικασία, ενώ υπάγεται σε κάποια ειδική η αντιστρόφως, καθόσον δεν προβλέπεται η απόρριψη της αγωγής για το λόγο ότι εισήχθη κατά διαδικασία, κατά την οποία κατά νόμο δε δικάζεται (ΕφΑθ 131/2008 ΕλλΔνη 2009,853, ΠολΠρΘες 18021/2010 Αρμ 2010,1696).
Από τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι ο άδικος χαρακτήρας της προσβολής που γίνεται με εξύβριση ή απλή δυσφήμιση αίρεται σε περίπτωση που ο δράστης προβαίνει στις δυσφημιστικές ή υβριστικές εκδηλώσεις για διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Τέτοιο ενδιαφέρον που πηγάζει από την ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του τύπου και ειδικότερα των εφημερίδων, τις οποίες προστατεύουν το Σύνταγμα και οι νόμοι, έχουν και τα πρόσωπα που αμέσως συνδέονται με τη λειτουργία των ως άνω μέσων ενημέρωσης για τη δημοσίευση ειδήσεων και καταχώρηση γεγονότων καθώς και σχολίων σχετικών με τη συμπεριφορά προσώπων, για τα οποία ενδιαφέρεται το κοινωνικό σύνολο. Παρέπεται ότι μέσα στα πλαίσια αυτά επιτρέπεται η διά του τύπου δημοσίευση προς πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του κοινού, δυσμενών κρίσεων ή μειωτικών αξιολογήσεων, ακόμη και με οξεία κριτική των προβεβλημένων ως άνω προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή κατέχουν δημόσιο αξίωμα. Ειδικότερα, αν κάποιο από τα ανωτέρω πρόσωπα, που ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο, έχει επιδιώξει την προβολή του διά της τηλεοράσεως ή άλλου μέσου μαζικής ενημέρωσης, εκθέτοντας δημόσια τις απόψεις του για τον ιδιωτικό και δημόσιο βίο, ώστε να μπορούν να εκληφθούν αυτά ως παραδείγματα ενισχυτικά εκείνων των απόψεων, επιτρέπεται κατ’ αρχήν η δια του τύπου δημοσίευση γεγονότων από τον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο του προς ενίσχυση της, επίσης δημοσιευόμενης και δυσμενούς έναντι εκείνου, κριτικής (ΑΠ 854/2002 ΕΛΛΔνη 2003.1369, ΕφΑθ 8752/2004 ΕλλΔνη 2006.265). Η παραπάνω διάταξη (367 ΠΚ) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ. Επομένως, εφόσον αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή της περίπτωσης εφαρμογής του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ εκ μέρους του εναγομένου αποτελεί αυτοτελή ένσταση καταλυτική της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου, δηλαδή ένταση που οδηγεί σε άρση του παρανόμου της προσβολής (ΑΠ 285/2012 Νόμος, ΑΠ 1486/2010 Νόμος, ΑΠ 1339/2008 Νόμος). Εξάλλου, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και συνεπώς παραμένει η παρανομία ως ουσιαστικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ, δηλαδή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 ΠΚ ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνική αξίας του προσώπου του ή με ονειδισμό, καταφρόνηση ή περιφρόνηση αυτού (ΑΠ 1486/2010 Νόμος, ΑΠ 1395/2005 Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και αναπτύσσεται εκτενέστερα με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους ισχυρίστηκαν ότι τα αναγραφόμενα στο δημοσίευμα ήταν αληθή, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα, ενώ επιπλέον υποστήριξαν ότι προέβησαν στην επίμαχη δημοσίευση από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, και δη με σκοπό την ενημέρωση του κοινού για τη συμπεριφορά και τις απόψεις του ενάγοντος, ο οποίος είναι γνωστό πολιτικό πρόσωπο, που έχει εκθέσει στη δημοσιότητα την προσωπική και οικογενειακή του ζωή, γεγονός που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της δυσφήμισης. Ο ισχυρισμός τους αυτός, ο οποίος συνιστά ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ, πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμος και από ουσιαστική άποψη, όπως επίσης και η προτεινόμενη καθ’ υποφοράν με το δικόγραφο της αγωγής αντένσταση του ενάγοντος, η οποία στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ, ότι οι εναγόμενοι υπερέβησαν το αναγκαίο μέτρο πληροφόρησης του κοινού, από το δε ειρωνικό ύφος του δημοσιεύματος προκύπτει σαφώς σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του μέσω της προσωπικής και επαγγελματικής του καταφρόνησης.