Ενοχικό δίκαιο – Σύμβαση έργου – ΜονΕφΘρ 244/2017
Αγωγή από σύμβαση έργου με αντικείμενο την αμοιβή εργολάβου. Εκπροσωπώντας τον εναγόμενο-εργοδότη προβάλαμε ένσταση εξόφλησης. Επιπλέον, ασκήσαμε ανταγωγή ζητώντας την καταβολή αποζημίωσης για ελαττώματα του έργου που παραδόθηκε στον εντολέα μας. Το Δικαστήριο δέχτηκε την ένσταση εξόφλησης και απέρριψε την αγωγή. Δέχτηκε εν μέρει ανταγωγή και καταδίκασε τον εργολάβο σε καταβολή των δαπανών για την αποκατάσταση του έργου.
Ακολουθεί απόσπασμα του νομικού σκέλους της απόφασης
«… Από τις διατάξεις των άρθρων 681, 682 και 694 ΑΚ συνάγεται ότι ο εργολάβος, όταν ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του ή του υπολοίπου αυτής, οφείλει να επικαλεστεί στην αγωγή του, για το ορισμένο αυτής, τη σύμβαση μισθώσεως έργου κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ήτοι τη σύμβαση που καταρτίστηκε, το έργο που συμφωνήθηκε με αυτή να εκτελεστεί, την εκτέλεση και παράδοση ή την προσφορά του έργου και την αμοιβή που συμφωνήθηκε και αν αυτή είχε συμφωνηθεί κατά μονάδα κάθε εργασίας και ποιες ποσότητες στις συμφωνηθείσες μονάδες από κάθε εργασία εκτελέστηκαν, ενώ αν αυτή συμφωνήθηκε κατ’ αποκοπή, δεν είναι αναγκαίο να εκτίθεται το τελευταίο (ΑΠ 1949/2013 Δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 972/1995 ΕΕΝ 1995. 578). Η αμοιβή μπορεί να ορίζεται κατά την κατάρτιση της σύμβασης εφάπαξ (κατ’ αποκοπή), κατά μονάδα παραγόμενου έργου, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, με ποσοστά ή και να καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση και μόνο, ο καθορισμός της αμοιβής θα γίνει είτε κατά τα άρθρα 371-373 ΑΚ, είτε με αντικειμενικά στοιχεία, όπως με τις τυχόν ισχύουσες διατιμήσεις ή την ειθισμένη αμοιβή. Είναι δε καταβλητέα η αμοιβή κατά την παράδοση του όλου έργου ή τμημάτων αυτού. Εξάλλου, με την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας, η έναντι του έργου, απλού ή σύνθετου, αμοιβή είναι μία, έστω και αν στη σύμβαση εμφανίζεται αυτή ως άθροισμα μερικότερων αμοιβών που αντιστοιχούν στα μέρη του σύνθετου έργου, συνέπεια δε τούτου είναι ότι αν ο κύριος του έργου καταβάλει στον εργολάβο χρηματικό ποσό προς μερική εξόφληση της εκ της συμβάσεως υποχρεώσεως αυτού, επιφέρει εξόφληση του σχετικού μέρους της αμοιβής και όχι εξόφληση μιας ή περισσότερων από τις προαναφερόμενες μερικότερες αμοιβές και αντίστοιχα ο εργολάβος διατηρεί απαίτηση για το υπόλοιπο της αμοιβής και όχι απαίτηση για μία ή περισσότερες από τις μερικότερες αμοιβές (ΑΠ 543/2007 Δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Από το συνδυασμό δεν των παραπάνω διατάξεων προκύπτει επίσης ότι με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, που καλείται εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο αντισυμβαλλόμενος, που καλείται εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου, δηλαδή ο εργολάβος, κατ’ εξαίρεση όσων με τις γενικές διατάξεις ορίζονται για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, υποχρεούται σε προεκπλήρωση της κύριας παροχής του, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, όπως συμβαίνει όταν ορίσθηκε τμηματική παράδοση του έργου με αντίστοιχη τμηματική καταβολή της οφειλόμενης αμοιβής, αφού η υποχρέωση της προεκπλήρωσης αποτελεί ρύθμιση ενδοτικού δικαίου (ΑΠ 1069/2009). Ως έργο νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης. Ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευσή του στη σφαίρα εξουσίασης του εργοδότη με την έννοια της υλικής σχέσης του τελευταίου προς το πράγμα που του παρέχει την δυνατότητα να αντιληφθεί τις ελλείψεις και να ασκήσει τις αξιώσεις του απ’ αυτές (ΑΠ 1587/1991 ΕλΔικ 34- 325, ΕφΛαρ 383/2010 Δημοσίευση ΤΝΠ Ισοκράτης), με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δε θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρο 694 του ΑΚ τη συμφωνημένη αμοιβή του (ΑΠ 346/2010), η οποία μπορεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης να ορισθεί κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, με ποσοστά ή και να καταλειφθεί ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της, οπότε θα προσδιορισθεί κατά τα άρθρ. 371-373 του ΑΚ (883/2011). Αντίθετα η παράδοση έργου με ελλείψεις, είτε πρόκειται για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων είτε για ουσιώδη ή επουσιώδη ελαττώματα του έργου, δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής της εργολαβικής αμοιβής, ακόμη και αν πρόκειται για έργο άχρηστο, ούτε μπορεί ο εργοδότης να αποποιηθεί, το προσφερόμενο σ’ αυτόν ελαττωματικό έργο ώστε να αποφύγει έτσι την καταβολή αμοιβής, αλλά έχει μόνον τα προβλεπόμενα στα άρθρ. 688-690 ΑΚ δικαιώματα, εκτός βέβαια διαφορετικής και πάλι συμφωνίας μεταξύ τους (ΑΠ 2251/2014, 1665/2014, 183/2011 Δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 688 ΑΚ αν το έργο που εκτελέστηκε έχει επουσιώδη ελαττώματα, ο εργοδότης, έχει δικαίωμα να απαιτήσει είτε τη διόρθωσή τους μέσα σε εύλογη προθεσμία, εφόσον η διόρθωση δεν απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε ανάλογη μείωση της αμοιβής. Δηλαδή, τα δύο αυτά δικαιώματα συρρέουν διαζευκτικά, ώστε μόνη η επιλογή του ενός, που μπορεί να γίνει με δήλωση του δικαιούμενου εργοδότη προς τον εργολάβο, που είναι άτυπη αλλά και αμετάκλητη, αφότου περιέλθει σ’ αυτόν, αποτελεί άσκηση του δικαιώματος και αν ακόμη δεν ικανοποιήθηκε αυτό που υποσχέθηκε, οπότε και αποκλείεται η ενάσκηση του άλλου (ΕφΑθ 5281/2002 Δημοσίευση ΤρΝομΠληρ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 328/2000 ΕλΔικ 42-1680) …».