Αστικό Δίκαιο

Οι νομικές πληροφορίες των δικαστικών αποφάσεων παρατίθενται για λόγους επιστημονικού ενδιαφέροντος των επισκεπτών της ιστοσελίδας. Αφορούν νομικά ζητήματα που έχουν απασχολήσει τα δικαστήρια. Διευκρινίζεται ότι δεν αποτελούν νομική καθοδήγηση και δεν υποκαθιστούν την παροχή νομικών υπηρεσιών που παρέχει το γραφείο μας.
Δικηγορικό Γραφείο Καβάλα > Νομολογία  > Αστικό Δίκαιο  > Κοινός τραπεζικός λογαριασμός – Συντηρητική κατάσχεση – Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας 469/2021

Κοινός τραπεζικός λογαριασμός – Συντηρητική κατάσχεση – Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας 469/2021

Hαπόφαση αντιμετωπίζει πλήρως και διεξοδικώς ζητήματα που αναφύονται από την εσωτερική σχέση των συνδικαιούχων του κοινού τραπεζικού λογαριασμού. Ανάληψη όλου του ποσού από έναν συνδικαιούχο κατά παράβαση της εσωτερικής συμφωνίας των συνδικαιούχων. Το δικαστήριο δέχθηκε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο για λογαριασμό εντολέως μας (συνδικαιούχου σε κοινό λογαριασμό) και, αφού πιθανολόγησε την ύπαρξη απαιτήσεως, διέταξε τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας της αντιδίκου, εμπραγμάτων δικαιωμάτων επάνω σ’ αυτά, και απαιτήσεων που βρίσκονται στα χέρια της ή στα χέρια τρίτων, μέχρι του ποσού της απαίτησης.

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΚΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

Ι. Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 682 παρ.1 ΚΠολΔ, απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα, όπως αυτό της συντηρητικής κατάσχεσης ή της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, και να ασφαλιστεί χρηματική απαίτηση είναι να συντρέχει επικείμενος κίνδυνος. Ως επικείμενος κίνδυνος νοείται η πιθανολόγηση ότι επίκειται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν κάποτε ο αιτών δανειστής θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης. Έτσι η ελαττωματική περιουσιακή κατάσταση του καθ’ ου δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη των παραπάνω ασφαλιστικών μέτρων. Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής κατάστασης κάποιου προσώπου, διότι με τέτοια εκδοχή θα δικαιολογείτο η λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε κάθε εκκρεμή αγωγή, ενόψει της ενδεχόμενης, κατά την κοινή πείρα και λογική, μεταβολής ή ελάττωσης της περιουσιακής κατάστασης του διαδίκου. Απαιτώντας, συνεπώς, ο νόμος επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση εννοεί προδήλως την ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσης στιγμής (βλ.ΜΠΑ 449/2004 ΝοΒ 2004, 831, ΜΠΠειρ 1248/1999 ΕΜετΔ 1999, 337, ΜΠΑ 34339/1998 ΔΕΕ 1999, 494, ΜΠΑ 11631/1998 ΔΕΝ 54, 1506).

ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 και 2 εδ.α΄ και β΄ του Ν.5638/1932 «περί κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό», όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ.Δ στοιχ.α΄ του ν.δ. 118/1973, συνδυαζόμενες και με εκείνες των άρθρων 2 παρ.1 του Ν.Δ. 17-7/13-8-1923 , 489,491,822 ΚΑΙ 830 ΑΚ, συνάγεται ότι με τη συναπτόμενη μεταξύ αφενός δύο ή περισσοτέρων ενδιαφερομένων και αφετέρου μιας τράπεζας σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό, εκείνοι καταθέτουν σ’ αυτήν χρήματα με την παράλληλη συμφωνία της εκ μέρους αυτής τήρησης της κατάθεσης στο όνομα εκείνων από κοινού και με τον πρόσθετο όρο ότι καθένας από εκείνους θα μπορεί να κάνει μερική ή ολική χρήση του λογαριασμού, αναλαμβάνοντας από αυτόν χρήματα χωρίς τη σύμπραξη των άλλων. Ο πρόσθετος αυτός όρος είναι απαραίτητος για να προσδώσει στην τραπεζική κατάθεση σε λογαριασμό με δύο ή περισσότερους δικαιούχους το χαρακτηρισμό της ως κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Με τη σύνοψη της σύμβασης κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό δημιουργείται ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, υπό την έννοια ότι ο καθένας από τους δικαιούχους έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από την τράπεζα την ανάληψη των χρημάτων του λογαριασμού, η οφειλέτρια όμως τράπεζα έχει την υποχρέωση να προβεί στην απόδοση χρημάτων μόνο μία φορά, σε περίπτωση δε, που η τελευταία αποδώσει σε εκείνον τα χρήματα, επέρχεται απόσβεση της έναντι αυτής απαίτησης ως προς όλους του δανειστές, δηλαδή και ως προς τον άλλο ή άλλους δικαιούχους (ΑΠ 1894/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 855/2002 ΕλλΔνη 43.1700, ΕφΔυτΜακ 31/2006 Αρμ.2006.1449, ΕφΛαρ 235/2001 ΕΕμπΔ 2001.703). Ο μη αναλαβών συνδικαιούχος αποκτά, από το νόμο πλέον, απαίτηση (αναγωγικά) έναντι εκείνου που ανέλαβε με βάση τον αριθμό όλων των συνδικαιούχων, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή, αντίθετα, έλλειψη δικαιώματος αναγωγής (ΑΠ 1691/2014 ΔΕΕ 2016.156, ΑΠ 2129/2007 ΔΕΕ 2008.832, ΑΠ 405/2007 ΝοΒ 2007.1163). Εξάλλου, από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι η τράπεζα, στην οποία έγινε η κατάθεση χρημάτων σε κοινό λογαριασμό, καθίσταται κύρια των χρημάτων αυτών από το χρόνο της κατάθεσής τους, ότι υποχρεούται να αποδώσει κατά το χρόνο που συμφωνήθηκε στον καθένα δικαιούχο του κοινού λογαριασμού μέρος ή ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, χωρίς τη σύμπραξη των άλλων δικαιούχων, και ότι εκείνος από τους δικαιούχους, που ανέλαβε τα χρήματα μιας τέτοιας κατάθεσης, γίνεται κύριος αυτών και είναι αδιάφορο σε ποιον από τους καταθέτες ανήκαν αυτά, όπως είναι αδιάφορη και η μεταξύ των καταθετών σχέση που οδήγησε σε κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, η οποία ενοχικές μόνο υποχρεώσεις μπορεί να δημιουργήσει σε βάρος εκείνου από τους δικαιούχους του κοινού λογαριασμού, που προέβη στην ανάληψη των χρημάτων. Συνεπώς, με την ανάληψη αυτή, έστω και χωρίς δικαίωμα από την εσωτερική σχέση που διέπει την κατάθεση μεταξύ των πολλών δικαιούχων (εντολή, δωρεά, δάνεια κ.λ.π.), ο παραπάνω αναλαβών δικαιούχος δεν διαπράττει υπεξαίρεση [ΑΠ 580/2006 (Συμβ) ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1704/2002 ΝοΒ 2003.98, ΑΠ 895/2001 ΠοινΧρ ΝΒ\325, ΕφΘες 352/2009 ΔΕΕ 2009.706, ΕφΑθ 5975/2006 ΔΕΕ 2007.1080, ΕφΑθ 5161/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.848, ΕφΔυτΜακ 31/2006 Αρμ. 2006.1449, ΕφΛαρ 235/2001 ΕΕμπΔ 2001.703, ΠΠρΠειρ 4011/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΘεσ 9464/2015 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΜΠρΑθ 1161/2014 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, το βάρος της επίκλησης και απόδειξης της έλλειψης δικαιώματος αναγωγής έχει ο διάδικος που προβάλει το πιο πάνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 1550/2007 ΕλλΔνη 2008.211, ΑΠ 1108/2007 ΝοΒ 2008.341, ΑΠ 380/2006 ΧρΙΔ 2006.632, ΕφΘεσ 1120/2009 Αρμ 2011.51, ΜονΕφΠειρ 159/2013 ΔΕΕ 2013.613). Η έκταση της εξουσίας του κάθε δικαιούχου να διαθέσει και τελικώς να ωφεληθεί από τις ως άνω ευχέρειες, ως δικαιούχος του κοινού λογαριασμού, μπορεί να ρυθμίζεται από εσωτερική σχέση τους, που προσδιορίζεται από τυχόν αντίστοιχη συμφωνία τους, με τέτοια, δε, συμφωνία μπορεί ρυθμίζεται αλλιώς και η έκταση του  κατά το άρθρο 493 ΑΚ τεκμηρίου για το δικαίωμα (και την αντίστοιχη αναγωγή) σε ίσα μέρη καθενός από τους περισσότερους δικαιούχους του κοινού λογαριασμού (ΕφΔωδ 179/2006 ΤΝΠ Νόμος). Η σχέση που συνδέει τους δικαιούχους μπορεί να είναι σύμβαση εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει και άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντάς του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ’ αυτόν. Σ’ αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται οι περί εντολής διατάξεις (άρθρα 713 επ. ΑΚ) και ο εντολέας, εφόσον προβλέφθηκε ότι ο εντολοδόχος  δεν θα προβαίνει σε αναλήψεις χωρίς προηγούμενη συγκεκριμένη εντολή του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον αναλαβόντα την κατάθεση συνδικαιούχο του λογαριασμού ολόκληρο το ποσό του (ΑΠ 1550/2007 ΔΕΕ 2007.952, ΕφΑθ 1277/2014 ΔΕΕ 2014.600, ΕφΛαρ 662/2010 ΕπισκΕμπΔ 2011.995). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 713, 714 και 719 ΑΚ, με τη σύμβαση της εντολής, η οποία καταρτίζεται άτυπα (ΟλΑΠ 104/1975 ΝοΒ 1975.653, ΑΠ 1569/2012 ΧρΙΔ 2013.26, ΑΠ 533/2007 ΤΝΠ Νόμος), ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας, ευθύνεται για κάθε πταίσμα και έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 330, 297, 298 ΑΚ προκύπτει, ότι ο εντολοδόχος, εφόσον ενήργησε παραβαίνοντας τους όρους της εντολής, έχει υποχρέωση να ανορθώσει κάθε ζημία την οποία υπέστη ο εντολέας και η οποία έχει ως γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του εντολοδόχου. Θετική ζημία είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η ελάττωση της περιουσίας του εντολοδόχου, που επέρχεται, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, και με τη προβλεπόμενη από την εσωτερική σχέση της εντολής ανάληψη ποσών από κοινό τραπεζικό λογαριασμό.