Αστικό Δίκαιο

Οι νομικές πληροφορίες των δικαστικών αποφάσεων παρατίθενται για λόγους επιστημονικού ενδιαφέροντος των επισκεπτών της ιστοσελίδας. Αφορούν νομικά ζητήματα που έχουν απασχολήσει τα δικαστήρια. Διευκρινίζεται ότι δεν αποτελούν νομική καθοδήγηση και δεν υποκαθιστούν την παροχή νομικών υπηρεσιών που παρέχει το γραφείο μας.
Δικηγορικό Γραφείο Καβάλα > Νομολογία  > Αστικό Δίκαιο  > Οικογενειακό δίκαιο – Αποκτήματα γάμου – ΜΠρΚαβ 118/2020

Οικογενειακό δίκαιο – Αποκτήματα γάμου – ΜΠρΚαβ 118/2020

Αγωγή από σύζυγο για συμμετοχή στα αποκτήματα γάμου (μονοκατοικία) της συζύγου. Η σύζυγος, εκπροσωπούμενη από το γραφείο μας, ισχυρίστηκε ότι η συμμετοχή του συζύγου της στην επαύξηση της περιουσίας της ήταν μηδενική. Το δικαστήριο δέχθηκε τον ισχυρισμό μας και απέρριψε την αγωγή του συζύγου.

Ακολουθεί απόσπασμα του νομικού σκέλους της απόφασης

«… Κατά το άρθρο 1400 παρ. 1 ΑΚ, “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου: “Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια”. Με την εν λόγω διάταξη θεσπίζεται ενοχική (και όχι εμπράγματη) αξίωση συμμετοχής του ενός συζύγου στη μετά την τέλεση του γάμου επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, στην οποία και αυτός συνέβαλε αιτιωδώς με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να αποκλείεται η εξουσία του δικαστή να διατάξει, δεχόμενος σχετικό αίτημα του ενός ή του άλλου συζύγου, ενοχικώς δε πάντοτε, την απόδοση του ποσοστού συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου με αυτούσια απόδοση, είτε ανάλογο ποσοστού συγκυριότητας επί των αποκτημάτων, είτε ορισμένου ή ορισμένων πραγμάτων ίσης αξίας προς το ποσοστό συμμετοχής του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου (ΑΠ 1658/2001 ΕλλΔνη 2002.1039). Εξάλλου, ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής . Άρα, για το ορισμένο της σχετικής αγωγής πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφό της, εκτός από τα κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ κρίσιμα χρονικά σημεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μείωσης περιουσίας) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων, που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση, καθώς και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο (ΑΠ 528/2015 ΤΝΠ Νόμος). Συγκεκριμένα, η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη και με παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο (μέτρο) ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Ειδικότερα, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1389 ΑΚ, οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία τους, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1390 του ίδιου Κώδικα στην υποχρέωση του προηγούμενου άρθρου περιλαμβάνονται η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για τη διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για τη διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Έτσι, αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο και νόμιμο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμηση τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν. Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσδιορίζονται κατ’ είδος και αξία τόσο στην αγωγή όσο και στην απόφαση, μόνο όταν και κατά το μέρος που υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής μέτρο. Όταν, όμως, ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρόμενου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το ένα τρίτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και να αποδείξει οιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης στην περιουσία του άλλου συζύγου (ΑΠ 1550/2018 ΤΝΠ Νόμος). Από τα ανωτέρω συνάγεται πως, όταν ο ενάγων δεν περιορίζεται στο μαχητό τεκμήριο του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. β’ ΑΚ και στον καθιερούμενο με αυτό τεκμαρτό υπολογισμό της συμβολής και του μεγέθους της στο 1/3, αλλά θεμελιώνει την αγωγή του στον πραγματικό υπολογισμό και επικαλείται συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου με παροχές, οι οποίες συνιστούν ιδιαίτερους τρόπους εκπλήρωσης της υποχρέωσής του για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας, τότε για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής του, με την οποία ζητεί από τον εναγόμενο να του αποδώσει το μέρος της αύξησης της περιουσίας του, που προέρχεται από τη δική του συμβολή, πρέπει: α) να καθορίζει τη δαπάνη, που απαιτήθηκε για την πραγματοποίηση της περιουσιακής αύξησης του εναγόμενου, β) να αποτιμά τις παροχές του προς τον εναγόμενο καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο έγιναν, και γ) να καθορίζει είτε 1) το ποσό το οποίο όφειλε, με βάση τις δυνάμεις του, να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, αφού οι παραπάνω παροχές μόνο κατά το μέρος, που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς αποτελούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του εναγόμενου και παρέχουν δικαίωμα απόδοσης και όχι στο σύνολό τους, έτσι ώστε, από το λόγο της αξίας των παροχών, κατά το μέρος που υπερβαίνουν την οφειλόμενη συνεισφορά προς τη δαπάνη, που απαιτήθηκε για την πραγματοποίησή της περιουσιακής επαύξησης του εναγόμενου, να προκύπτει το αιτούμενο με την αγωγή, ποσοστό συμμετοχής του ενάγοντος σε αυτήν, είτε 2) το πέραν της εκ των διατάξεων των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ αναλογούσης υποχρεωτικής συμβολής αυτού (ενάγοντος) στην επικαλούμενη επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, δίχως, ωστόσο, για το ορισμένο της σχετικής επίκλησης (υπ’ αρ. 2) να απαιτείται η αναφορά του ύψους των συνολικών οικογενειακών αναγκών και ο κατά πόσο προσδιορισμός της σε αυτές συνεισφοράς, στην οποία υποχρεούται ο ενάγων. Όταν, όμως, η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, τότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία, και μόνον, ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική, κατά την τέλεση του γάμου, περιουσία του εναγόμενου και την τελική, κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης, περιουσία του, καθώς και την αξία σε χρήμα αμφότερων κατά το χρόνο της παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής. Άρα, στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του αυτής καθ’ εαυτής ούτε του ποσοστού της, επομένως δε ούτε και του ποσού της οφειλόμενης συνεισφοράς του, αν έχει συμβάλλει με παροχές, που συνιστούν εκπλήρωση της υποχρέωσης για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας (ΑΠ 1155/2017 ΤΝΠ Νόμος). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι προϋποθέσεις της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου από τον άλλο με βάση το άρθρο 1400 ΑΚ είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της υπερβαίνουσας το μέτρο της συνεισφοράς του ενάγοντος συζύγου συμβολής του στις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, με χρηματικές εισφορές ή εισφορές χρήσης ακινήτου για στέγαση της οικογένειας ή με παροχή προσωπικών υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των οικογενειακών εν γένει αναγκών και δ) η αιτιώδης σχέση της συμβολής αυτής προς την αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου. Η αντίστοιχη αγωγική αξίωση είναι δυνατόν να στηρίζεται είτε κυρίως, είτε και επικουρικώς σε σχέση με τις αξιώσεις από την παρ. 1 του άρθρου 1400 ΑΚ και στην τεκμαρτή συμβολή από την παρ. 1 εδ. β’ του άρθρου 1400 ΑΚ, δηλαδή στο νόμιμο τεκμήριο (ΑΠ 1155/2017 ΤΝΠ Νόμος), σύμφωνα με το οποίο η συμβολή του ενάγοντος τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης, που προκύπτει με την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική. Άρα, στην περίπτωση αυτή ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ’ εαυτήν, ούτε του ποσοστού της, ούτε της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της περιουσιακής επαύξησης του εναγομένου. Ο εναγόμενος δε ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου φέρεται ή περιουσία, ότι αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 1400 του ΑΚ, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει κάποια συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει, ότι ο φερόμενος δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ` αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση. Εξάλλου, στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες (άρθρο 1400 παρ. 3 ΑΚ). Ο λόγος είναι προφανής, αφού σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου. Λαμβανομένου δε υπόψη του σκοπού της πιο πάνω διάταξης, ως δωρεά πρέπει να νοηθεί οποιαδήποτε απόκτηση οφέλους από χαριστική αιτία. Η γονική παροχή (άρθρο 1509 ΑΚ) προς τον ένα σύζυγο, δεδομένου του ότι ακόμη και στο βαθμό που δε συνιστά δωρεά δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου, δεν υπολογίζεται στην αύξηση της περιουσίας του (ΑΠ 1316/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αγωγή εκ του άρθρου 949 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι στο εδ. α’ ότι “όταν κάποιος καταδικάζεται σε δήλωση βούλησης, η δήλωση αυτή θεωρείται ότι έγινε μόλις η απόφαση γίνει τελεσίδικη”, διακρίνεται, με το κριτήριο τη ζητούμενη προστασία, σε αναγνωριστική, όταν με αυτή ζητείται απλώς η αναγνώριση της ύπαρξης αξίωσης προς δήλωση βούλησης και σε καταψηφιστική όταν με αυτή ζητείται και η καταψήφιση του εναγόμενου σε επιχείρηση της δήλωσης βούλησης ή, ενδεχομένως, και σε παράδοση του πράγματος, που οφείλεται βάσει της δήλωσης αυτής (ΕφΠειρ 701/2015 ΤΝΠ Νόμος) …».