Νομολογία

Δικηγορικό Γραφείο Καβάλα > Νομολογία  > Απαράδεκτη η ποινική δίωξη λόγω μη νομότυπης υποβολής έγκλησης – Μον.Πλ.Καβ.

Απαράδεκτη η ποινική δίωξη λόγω μη νομότυπης υποβολής έγκλησης – Μον.Πλ.Καβ.

Το Δικαστήριο (Μον.Πλ.Καβ.) δέχθηκε τον αυτοτελή ισχυρισμό του εκπροσωπούμενου από το γραφείο μας κατηγορουμένου ότι στην υποβληθείσα έγκληση της ανώνυμης  εταιρίας περιγράφονται αξιόποινες πράξεις για τις οποίες δεν είχε εξουσιοδοτηθεί να υποβάλλει έγκληση ο Πρόεδρος της Α.Ε. με το πρακτικό του Δ.Σ, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο δεν έλαβε απόφαση για υποβολή εγκλήσεως για συγκεκριμένες πράξεις και κατά συνέπεια η ασκηθείσα ποινική δίωξη πρέπει κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω μη νομότυπης υποβολής εγκλήσεως.

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΚΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 381 παρ. 1 ΠΚ για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται μεταξύ άλλων στο άρθρο 375 παρ. 2 απαιτείται έγκληση, ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παρ. 2 του άρθρου 42 ΚΠΔ, η έγκληση «γίνεται απ’ ευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της έγκλησης». Ο εγκαλών μαζί με την έγκληση οφείλει να υποβάλλει και τα διαθέσιμα σε αυτόν αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν και αποδεικνύουν αυτή. Όμως, η μη υποβολή τους δεν δημιουργεί απαράδεκτο ή ακυρότητα. Η επισύναψη των σχετικών εγγράφων στην κατατιθέμενη έγκληση είναι μεν αναγκαία για τη διακρίβωση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του προσώπου που καταθέτει την έγκληση, όμως, δεν έχει αναχθεί σε δικονομική προϋπόθεση της νομιμότητας αυτής (έγκλησης). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 114 παρ. 1 και 2 ΠΚ, όταν ο νόμος απαιτεί την έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης το αξιόποινο αυτής εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει έγκληση μέσα σε τρείς μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και το πρόσωπο που την τέλεσε ή για ένα από τους συμμετόχους της. Το ίδιο αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ρητή δήλωση του δικαιούχου της έγκλησης ενώπιον αρχής ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 116 ΠΚ ορίζεται ότι «Η ποινική δίωξη ασκείται εναντίον όλων των συμμετόχων του εγκλήματος και αν ακόμη έγκληση που υποβλήθηκε στρέφεται εναντίον ενός από αυτούς, ενώ στη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 και 3 ΠΚ «Αυτός που  υπέβαλε την έγκληση μπορεί να την ανακαλέσει με τους όρους που ορίζει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Η ανάκληση που έγινε για έναν από τους συμμετόχους της πράξης έχει συνέπεια την παύση της ποινικής δίωξης και των υπολοίπων, αν και αυτοί διώκονται κατ’ έγκληση». Από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει, ότι η έγκληση συνδέεται όχι μόνο με την αξίωση της πολιτείας για την επιβολή της ποινής, αλλά και με το δικαίωμα για έγερση της ποινικής αγωγής και εντεύθεν έχει μικτό νομικό χαρακτήρα. Έτσι, η έγκληση αφενός αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, διότι η παραμέληση της υποβολής της εντός της ανωτέρω τρίμηνης προθεσμίας οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως και αφετέρου συνιστά και δικονομικό θεσμό, διότι αποτελεί δικαστική προϋπόθεση για την έγκαιρη γένεση της ποινικής δίκης (Ολ.ΑΠ 2/2007, ΑΠ 463/2023).