ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Διαμονή τέκνου ανά μια (1) εβδομάδα εναλλάξ στην οικία του κάθε γονέα. Το γραφείο μας εκπροσώπησε τον πατέρα
Το γραφείο μας ανέλαβε την εκπροσώπηση πατέρα, που εκουσίως είχε αναγνωρίσει κατά τη γέννησή του το τέκνο του, ηλικίας σήμερα 1,5 ετών, για την ανάθεση προσωρινά της επιμέλειάς του – Υποβλήθηκαν αντίθετες αιτήσεις γονέων – Το Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας δέχθηκε χρονική κατανομή της άσκησης της επιμέλειας με διαμονή του τέκνου ανά μια (1) εβδομάδα εναλλάξ στην οικία του κάθε γονέα.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΝΟΜΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜΟΝ 193/2024 ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Με το ν. 4800/2021 (ΦΕΚ Α` 81/21-5-2021) περί «Μεταρρυθμίσεωναναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων, άλλα ζητήματα οικογενειακούδικαίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις» και δη με τα Κεφάλαια Α και Β αυτούαντικαθίσταται ή τροποποιείται σειρά διατάξεων του ενδέκατου Κεφαλαίου τουΑστικού Κώδικα για τις σχέσεις γονέων και τέκνων και ιδίως για τα θέματα της γονικής μέριμνας των ανήλικων τέκνων (άρθρα 1510-1541 του ΑστικούΚώδικα), ως ίσχυαν, ιδίως μετά τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, ηοποία συντελέστηκε με το ν. 1329/1983 και εναρμόνισε τις διατάξεις του ΑστικούΚώδικα προς το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος για την ισότητα των φύλωνκαι προς το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία της παιδικήςηλικίας. Το Κεφάλαιο Α, υπό τον τίτλο «Σκοπός και Αντικείμενο» ορίζει ότι «Οπαρών νόμος αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος τοτέκνου δια της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων κατά την ανατροφή τουκαι την εκπλήρωση της ευθύνης τους έναντι αυτού. Οι διατάξεις τουερμηνεύονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, πουδεσμεύουν τη Χώρα, ιδίως με τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα τουπαιδιού, που κυρώθηκε με το ν. 2101/1992 και τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικώνκαι της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης), που κυρώθηκεμε το ν. 4531/2018. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 και 1520 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν ήτροποποιήθηκαν με τον ως άνω νόμο, συνάγεται ότι η γονική μέριμνα τουανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποίαεμπεριέχει, ιδίως, την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσητου τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του),επιπλέον δε, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνουσε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορά στο πρόσωπο ή στηνπεριουσία του. Σε περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάστασητου καθενός από τους γονείς, ωστόσο, οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν απόκοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Με την εν λόγω ρύθμιση, η οποία βρίσκεταισε αρμονία με τη διάταξη του άρθρου 1510 εδαφ. α` του Α.Κ., που αναφέρεταιστην έγγαμη συμβίωση, καθιερώνεται εκ του νόμου η κοινή άσκηση της γονικήςμέριμνας, στην περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, ακόμη και αν δεν υπάρχει συμφωνία των γονέων ήαπόφαση του δικαστηρίου. Με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 1513 του Α.Κ., ησυνέχιση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας μπορεί να αποκλειστεί,εφόσον όμως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1514 παρ. 2 του ίδιουΚώδικα και όχι σε κάθε περίπτωση. Με την έννοια αυτή, η από κοινού άσκησητης γονικής μέριμνας, σύμφωνα με το νέο δίκαιο είναι υποχρεωτική, αφού ισχύειεκ του νόμου και ανεξάρτητα από το εάν τη θέλουν οι γονείς. Με τον όρο«εξακολουθούν»καταφάσκεταιη αναγκαιότητα αδιατάρακτης και αδιάκοπηςδιαβίωσης του ανηλίκου, υπό τις συνθήκες, υπό τις οποίες ζούσε πριν από τοχωρισμό των γονέων του και, ιδίως, αυτές που αφορούν στις μεθόδους και στηφιλοσοφία ανατροφής, διαπαιδαγώγησης, εκπαίδευσής του, τις επιλογές ωςπρος τις εξωσχολικές του δραστηριότητες, την ψυχαγωγία του και τις κοινωνικέςτου συναναστροφές, αφού η διάσταση, το διαζύγιο, η διακοπή της συμβίωσης ήη ακύρωση του γάμου των γονέων του, δεν πρέπει να μεταβάλουν τον τρόποάσκησης της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου, η οποία πρέπει να ασκείταιαπό κοινού και από τους δύο γονείς, καθόσον βασικός σκοπός είναι η ψυχικήυγεία του ανήλικου τέκνου, η ομαλή ένταξή του στο κοινωνικό περιβάλλον και ηανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Με τον όρο «εξίσου» αποδίδεται ηθεμελιώδης αρχή του οικογενειακού δικαίου, η οποία εισήχθη με το ν.1329/1983 και εναρμόνισε, στο θέμα τούτο, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικαπρος τα άρθρα 4 παρ. 2 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, περί της ισότιμηςσυμβολής και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση τουτέκνου και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Για τη λήψη της απόφασης,το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείςκαι τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς τουγια την άσκηση της γονικής μέριμνας. Με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου1514 του Α.Κ. συνάγεται ότι, σε περίπτωση που η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας των ανήλικων τέκνων δεν είναι δυνατή, εξαιτίας διαφωνίας τωνγονέων, η ρύθμιση αυτής γίνεται από το δικαστήριο, ενώ, ως περιπτώσειςδιαφωνίας αναφέρονται, ενδεικτικά («ιδίως»), οι περιπτώσεις που ο ένας γονέαςαδιαφορεί ή δεν συμπράττει στη γονική μέριμνα ή δεν τηρεί την τυχόνυπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησής της, ή ανσυμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου, ή αν η γονικήμέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου. Αυτό, όμως, δενσημαίνει ότι αρκεί, απλώς, η διαφωνία των γονέων για να απονείμει ο δικαστήςτην αποκλειστική επιμέλεια στον ένα γονέα. Πιο συγκεκριμένα, αν δεν συντρέξεισπουδαίος λόγος, που εγκυμονεί κινδύνους για το παιδί (περίπτωσηκακοποιητικού, ψυχικά διαταραγμένου ή παντελώς αδιάφορου γονέα) ή αν δενσυντρέξει πραγματική αδυναμία άσκησης της συνεπιμέλειας από τον ένα γονέα,λόγω της μόνιμης μετεγκατάστασης του παιδιού σε άλλη πόλη ή χώρα, δεννοείται ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας στον άλλο γονέα ή έστωκατανομή της επιμέλειας, που μόνο κατ` επίφαση θα επέτρεπε την ουσιαστικήσυμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του παιδιού, διότι,διαφορετικά, ο δικαστής θα υπερέβαινε τα ακραία όρια της διακριτικής τουευχέρειας και θα ερμήνευε ή και θα εφάρμοζε εσφαλμένα το άρθρο 1514 τουΑ.Κ. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας, στηνπερίπτωση διαφωνίας των γονέων του τέκνου και της προσφυγής τους στοδικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το«βέλτιστο συμφέρον του τέκνου», που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκουσε μια ανεξάρτητα και υπεύθυνη προσωπικότητα. Ο όρος «βέλτιστο συμφέρον»κατ` ουσίαν αποδίδει την προϊσχύσασα έννοια του «συμφέροντος του τέκνου»και, επομένως, δεν εισάγεται διαφοροποίηση σε σχέση με το προϊσχύσανδίκαιο, ως προς την έννοια και το περιεχόμενο της αόριστης νομικής έννοιας τουσυμφέροντος του παιδιού. Ως τέτοιο (συμφέρον του παιδιού) νοείται τοσωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον,που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνηπροσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιαςπαρέχονται, για πρώτη φορά, από το νομοθέτη, εκ των προτέρων,προσδιοριστικά στοιχεία, πέραν από το επιβαλλόμενο στο δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις, εξαιτίαςτου φύλου, του σεξουαλικού του προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας,της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας,της εθνικής ή της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικήςκατάστασής τους. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 2 του Α.Κ. «ηαπόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα καιπρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τησυμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τησυμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις,εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχαν συνάψει με τονάλλο γονέα και αφορούν στο τέκνο». Τα κριτήρια αυτά αναδεικνύονται από τονομοθέτη και ισχυροποιούνται έναντι άλλων, χωρίς, ωστόσο, να δεσμεύουν τοδικαστήριο, ως προς την ιεράρχηση ή την υιοθέτησή τους, στο σύνολό τους. Τοκανονιστικό νόημα της αόριστης νομικής έννοιας υπερτερεί έναντι άλλουέννομου συμφέροντος, κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας (λ.χ. τουσυμφέροντος των γονέων, των απώτερων ανιόντων, τρίτων προσώπων πουέρχονται σε επαφή με το παιδί). Γνώμονας για τη σχετική απόφαση τουδικαστηρίου είναι μόνο το συμφέρον του ανήλικου παιδιού, όπως τούτο κρίνεταισε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση χωριστά, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε υπόθεσης. Η εξατομικευμένη κρίση συνιστά και εφαρμογή της επιταγήςτου άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία αποκλείει τη στερεότυπηαντιμετώπιση, ως προς την αξιολόγηση ατόμων και προσωπικών σχέσεων.
Έτσι, κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ήτων γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, υπό καθεστώς ηρεμίας και ασφάλειας, καθώςκαι οι αναπτυχθέντες μέχρι τότε, με ανεπηρέαστη επιλογή, δεσμοί τουδιαθέτοντος ικανότητα διάκρισης τέκνου με τους γονείς του και τυχόν αδελφούςτου, ενώ μεγάλης σημασίας είναι και η, κατά το δυνατό, μικρότερη διατάραξητου μέχρι τούδε τρόπου ζωής του παιδιού, έτσι ώστε να διαφυλαχθεί, κατά τονκαλύτερο δυνατό τρόπο, ο ψυχικός και συναισθηματικός κόσμος του, δεδομένουότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τηδιάσπαση της οικογενειακής συνοχής, έχει ήδη κλονίσει την ψυχική ισορροπίακαι την αίσθηση ασφάλειας του τέκνου. Η μικρή ηλικία του ανήλικου τέκνου καιτο φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο, κατά νόμο, στοιχείο για τον προσδιορισμότου συμφέροντος του ανηλίκου, αναφορικά με την ανάθεση της γονικήςμέριμνας ή επιμέλειας στον ένα από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονικήμέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους, λόγωτου ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων,εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές, παιδαγωγικές και ψυχολογικέςέρευνες, μόνο για την πρώιμη νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεταιυπεροχή στη μητέρα, ενώ, για το μεταγενέστερο χρόνο, αναγνωρίζεται οσοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικώνσχέσεων του τέκνου. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμούπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και ηπερί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά τοδικαστήριο, ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού ωριμότητάς του, εφόσοναυτή είναι προϊόν ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου. Πρέπει,εξάλλου, να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελήτην ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση,υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες,έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότεη προτίμησή του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το βέλτιστο συμφέρον του. Έτσι,υπό το κράτος της κατάστασης αυτής, το συμφέρον του ανηλίκου μπορεί ναεπιβάλει να συμβιώνει τόσο με τη μητέρα του όσο και με τον πατέρα του και,ακολούθως, εφόσον έτσι προκαλείται η μικρότερη δυνατή διατάραξη του τρόπουζωής του, να ανατίθεται η άσκηση της επιμέλειας αυτού από κοινού στη μητέρακαι τον πατέρα του, δηλαδή, να γίνεται χρονική (ή εναλλασσόμενη) κατανομήαυτής ανάμεσα στους δύο γονείς ενώ και η γονική μέριμνα να ανήκει απόκοινού και στους δύο, οι οποίοι θα οφείλουν να φροντίζουν για την ομαλήανάπτυξη και το καλό του τέκνου τους από κοινού. Η έλλειψη δε συνεργασίαςτων γονέων δεν πρέπει να συνιστά εμπόδιο επιλογής της χρονικής κατανομήςτης επιμέλειας. Επίσης, η τυχόν εξάρτηση της χρονικά κατανεμημένης γονικήςμέριμνας ή επιμέλειας από τη διάθεση συνεργασίας των γονέων αποδυναμώνειτη συγκεκριμένη λύση, διότι αφήνει τη δυνατότητα στο γονέα, που είναι περισσότερο συναισθηματικά δεμένος με τα παιδιά, να τα επηρεάσει σε βάροςτου άλλου γονέα και να επιτύχει, μέσω της άρνησής του να συνεργαστεί για μιατέτοια λύση, το μείζον, ήτοι να ασκεί αυτός αποκλειστικά τη γονική μέριμνα ήεπιμέλεια των τέκνων, περιθωριοποιώντας τον άλλο γονέα. Για το σκοπό αυτό,λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα καιυπευθυνότητα κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και ηοικονομική κατάσταση τούτων. Διάκριση πρέπει να γίνεται μεταξύ της χρονικήςκατανομής της άσκησης της επιμέλειας μεταξύ των γονέων και της εναλλασσόμενης διαμονής (κατοικίας) του τέκνου. Η πρώτη συνιστά μορφήκατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας με περιοδικότητα και συνεπάγεταιότι το παιδί έχει εναλλασσόμενη κατοικία στον τόπο κατοικίας του γονέα του, οοποίος, στο πλαίσιο αυτό, ασκεί μόνος του, κάθε φορά, τις πράξεις επιμέλειαςτου παιδιού για όλα τα θέματα, με εξαίρεση εκείνα που αφορούν στον πυρήνα,κατ` άρθρο 1519 παρ. 1 του Α.Κ. Αντιθέτως, η εναλλασσόμενη διαμονή μπορείνα διαταχθεί από το δικαστήριο αυτοτελώς, χωρίς την κατανομή της άσκησηςτης επιμέλειας, οπότε οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού τηνεπιμέλεια του παιδιού (συνεπιμέλεια) (ΑΠ 535/2022, ΑΠ 1186/2021, ΑΠ426/2021, ΑΠ 1135/2020, ΑΠ 358/2019). Εφόσον δε, ενόψει των ανωτέρω, τοσυμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικόπεριεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το ουσιαστικό δικαστήριο, η κρίση τουως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη τωνοποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στοναναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 78/2023, ΑΠ 1186/2021, ΑΠ 426/2021, ΑΠ 1175/2020).