Μεταβολή τόπου διαμονής τέκνου: Το Δικαστήριο (Μον.Πρ.Καβ.) απέρριψε νέα αίτηση της αντιδίκου μας (μητέρας)
ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΟΠΟΥ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΤΕΚΝΟΥ
Το Δικαστήριο (Μον.Πρ.Καβ.) απέρριψε νέα αίτηση της αντιδίκου μας (μητέρας) για μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου – Ύπαρξη προηγούμενης απορριπτικής απόφασης – Κρίση ότι δεν μεταβλήθηκαν οι συνθήκες – Το γραφείο μας ανέλαβε την εκπροσώπηση του πατέρα.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΚΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 695 ΚπολΔ, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση. Επομένως, από αυτή παράγεται προσωρινό δεδικασμένο, με πρόταση διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως δεσμεύει το Δικαστήριο, όταν αυτό καλείται να δικάσει επί άλλης αίτησης λήψης ασφαλιστικού μέτρου, για την ίδια μεταξύ των διαδίκων διαφορά, μέχρι πιθανολόγησης ύπαρξης νέων στοιχείων. Το προσωρινό αυτό δεδικασμένο παύει να ισχύει με την έκδοση αντίθετης ή μη απόφασης επί της κύριας δίκης (ΑΠ 1077/2008, ΜπρΑθ 2995/2021, ΜπρΡοδ 371/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. επίσης Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, εκδ. 1980, σελ. 68, αριθ. 24.α.). Η απόφαση που περατώνει τη δική των ασφαλιστικών μέτρων έχει οριστικότητα, γι’ αυτό και δεν ανακαλείται ούτε μεταρρυθμίζεται ελεύθερα. Ειδικότερα, η απόφαση που δέχεται την αίτηση και διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα διαμορφώνει με δικονομικό θεμέλιο μια νέα κατάσταση που επιτρέπει την εξασφάλιση ή την προσωρινή απόλαυση του ουσιαστικού δικαιώματος του αιτούντος και τη ρύθμιση γενικότερα των εριζόμενων σχέσεων των διαδίκων. Συνεπώς, η απόφαση έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, την οποία ο αντίδικος και κάθε τρίτος είναι υποχρεωμένοι να σεβαστούν (βλ. Κονδύλη, Το δεδικασμένον, εκδ. 1983, σελ. 391). Η δέσμευση από το προσωρινό δεδικασμένο περιορίζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 283/1992, ΕλλΔνη 1993. 1071, ΑΠ 1062/1991, ΕλλΔνη 1992. 561, ΜπρΑθ 2995/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜπρΡοδ 371/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 321-324 για τον προσδιορισμό τόσο των αντικειμενικών και υποκειμενικών του ορίων όσο και της λειτουργίας του, η οποία παρουσιάζεται ως αρνητική και θετική. Κατά την αρνητική του λειτουργία το προσωρινό δεδικασμένο εμποδίζει την αναδίκαση της υπόθεσης. Νέα αίτηση μεταξύ προσώπων που δεσμεύονται από το δεδικασμένο μπορεί να υποβληθεί, όταν δεν παρουσιάζει τις τυπικές ελλείψεις για τις οποίες απορρίφθηκε η προηγούμενη ή στηρίζεται σε διάφορη ιστορική και νομική αιτία, με μεταβολή ενδεχομένως και του αντικειμένου της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η μεταβολή των συνθηκών υπό την έννοια του άρθρου 696 παρ. 3 ΚπολΔ αποτελεί λόγο κάμψης του δεδικασμένου και αναλόγως δικαιολογεί είτε αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα είτε νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, όταν η αρχική απόφαση είναι απορριπτική (ΠπρΑιγίου 2/2013, ΕλλΔνη 2014.563, ΜπρΑθ 2995/2021, ΜπρΚερκ 810/2021, ΜπρΗρ 462/2019, ΜΠρΡοδ 371/2019, ΜπρΤρικ 108/2019, ΜπρΡοδ 377/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. επίσης Κράνη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, εκδ. 2000, υπό το άρθρο 695, αριθ. 5-6, σελ. 1361, με παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Μεταβολή των πραγμάτων υπό την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης υπάρχει όταν συνέβησαν κρίσιμα για την επανεκτίμηση της υποθέσεως πραγματικά περιστατικά που είτε έλαβαν χώρα μετά τη συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων είτε προϋπήρχαν, αλλά ήταν άγνωστα στον αιτούντα ή ήταν μεν, γνωστά, όμως ανυπαίτια δεν προτάθηκαν, τα οποία αν είχαν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου θα εμφάνιζαν διάφορη πραγματική κατάσταση και θ’ απέληγαν σε διάφορη κρίση. Δεν συνιστά μεταβολή των πραγμάτων η ανακάλυψη νομικών ή ουσιαστικών σφαλμάτων της αποφάσεως ούτε η μεταβολή της νομολογίας ή η ύπαρξη νέων αποδεικτικών μέσων (εκτός αν αφορούν το κύρος των χρησιμοποιηθέντων στοιχείων), ενώ συνιστά μεταβολή η αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος που έχει άμεση ισχύ (ΠΠρΑθ 61/2016, ΕεμπΔ 2017.182, ΠΠρΛαμ 9/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 3695/2009, ΧρΙΔ 2010.203, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και θεωρία, ΜΠρΙωαν 142/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. επίσης Κράνη σε Κεραμέα/Κονδύλ/Νικά, ΕρμΚΠολΔ, τόμος II, εκδ. 2000, υπό το άρθρο 696. Σελ. 1365-1366).
Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1518 παρ. 1 και 4, 1519 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 11 και 12 του ν. 4800/2021 (ισχύς από 16-09-2021), «Η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του …. Κάθε γονέας υποχρεούται να διαφυλάσσει και να ενισχύει τη σχέση του τέκνου με τον άλλο γονέα, ιδίως όταν οι γονείς δεν ζουν μαζί ή ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει», «Για μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά από αίτηση ενός από τους γονείς. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι σε περίπτωση διαζυγίου ή διάστασης των συζύγων, το δικαίωμα προσδιορισμού του τόπου διαμονής του τέκνου ανήκει καταρχήν στο γονέα που ανέλαβε ή σε εκείνον που ανατέθηκε η άσκηση της επιμέλειας του τέκνου. Όταν η επιμέλεια ασκείται από κοινού, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων κατά τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του ανηλίκου τέκνου τους, αποφασίζει το δικαστήριο. Περαιτέρω, αν ο ασκών την επιμέλεια του τέκνου γονέας επιθυμεί να μεταβάλλει τον τόπο διαμονής του τέκνου κατά τρόπο που επιδρά ουσιωδώς στην επικοινωνία του με τον άλλο γονέα, για τη μεταβολή αυτή απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη δικαστική απόφαση. Είναι δε σαφές απο τη διατύπωση του νόμου, ότι η σχετική απόφαση μπορεί να εκδοθεί και με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και όχι μόνον με την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών, αν υφίσταται επείγουσα περίπτωση και τούτο επιβάλλεται απο το συμφέρον του τέκνου. Κριτήρια για τη δικαστική ρύθμιση αποτελούν πρωτίστως η προσαρμογή του τέκνου σε έναν τόπο, η διευκόλυνση της επικοινωνίας με τον γονέα που διαμένει με το τέκνο, αλλά το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης του γονέα που ασκεί την επιμέλεια για λόγους επαγγελματικούς, κοινωνικούς κ.λ.π..