Αστικό Δίκαιο

Οι νομικές πληροφορίες των δικαστικών αποφάσεων παρατίθενται για λόγους επιστημονικού ενδιαφέροντος των επισκεπτών της ιστοσελίδας. Αφορούν νομικά ζητήματα που έχουν απασχολήσει τα δικαστήρια. Διευκρινίζεται ότι δεν αποτελούν νομική καθοδήγηση και δεν υποκαθιστούν την παροχή νομικών υπηρεσιών που παρέχει το γραφείο μας.
Δικηγορικό Γραφείο Καβάλα > Νομολογία  > Αστικό Δίκαιο  > Τροχαία ατυχήματα – Τροχαίο δυστύχημα – Ασκήθηκαν δύο κύριες αγωγές – ΜονΕφΘρ 400/2011

Τροχαία ατυχήματα – Τροχαίο δυστύχημα – Ασκήθηκαν δύο κύριες αγωγές – ΜονΕφΘρ 400/2011

Το γραφείο μας εκπροσώπησε τον οδηγό της μοτοσικλέτας, ο συνεπιβάτης της οποίας σκοτώθηκε. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας υπέστη σωματικές βλάβες. Ο οδηγός του αυτοκινήτου άσκησε ανταγωγή, η οποία απερρίφθη ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι τα όσα αναφέρονται στην έκθεση αυτοψίας, (ήτοι ότι ουδείς μάρτυρας ανευρέθη στο τόπο του ατυχήματος), ενόψει των μαρτύρων που κατέθεσαν, δεν κρίνονται πειστικά. Παραβίαση ΣΤΟΠ. Ιδιαίτερη αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου. Το δικαστήριο έκρινε ότι η μόνιμη μερική αναπηρία λόγω της νεαρής ηλικίας του παθόντος, του χρόνου του ατυχήματος, του φύλου και του επαγγέλματος που εξασκούσε πριν το ατύχημα, οπωσδήποτε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα επιδράσει δυσμενώς στο μέλλον στην καθημερινή του ζωή, στις κοινωνικές του επαφές και στην εν γένει κοινωνική, οικονομική και επαγγελματική του εξέλιξη και δραστηριότητα. Θεμελίωση υπέρ του εντολέως μας πρόσθετης αυτοτελούς αποζημιώσεως.

Ακολουθεί απόσπασμα του νομικού σκέλους της απόφασης

«…Από τις διατάξεις του άρθρου 516 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 591 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, μεταξύ των οποίων και εκείνη του άρθρου 681 Α του ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι για την άσκηση εφέσεως απαιτείται να έχει ο εκκαλών έννομο συμφέρον προς τούτο, που κρίνεται όχι από τις αιτιολογίες, αλλά από το διατακτικό της εκκαλούμενης αποφάσεως και υπάρχει, όταν με αυτί ηττάται, επειδή απορρίπτονται αιτήσεις ή προτάσεις του εκκαλούντα ή γίνονται δεκτές αιτήσεις ή προτάσεις του αντιδίκου του. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλούμενης αποφάσεως, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντα με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που περιέχονται στο διατακτικό της, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της εφέσεως, με την αιτιολογία ότι είναι ασύμφοροι σ’ αυτόν ή μη ορθές νομικώς, καθόσον το ουσιώδες της αποφάσεως είναι όχι οι αιτιολογίες, αλλά οι διατάξεις αυτής, το δε εφετείο μπορεί να απορρίψει την έφεση και να προσθέσει παρά ταύτα άλλες αιτιολογίες (ΑΠ 307/1966 ΝοΒ 15.22, ΑΠ 193/1963 ΝοΒ 11.1007, ΕφΠατρ 585/2003 ΑχΝομ 2004.257, ΕφΑθ 1362/1996 ΕλλΔνη 38.680).

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ΝΔ 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ΝΔ 4189/1961, για κάθε καταψηφιστική αγωγή (εκτός από τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων), της οποίας η αξία του αντικειμένου είναι μεγαλύτερη από 15.000 δραχμές, ο ενάγων είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τέλος δικαστικού ενσήμου. Αν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, θεωρείται ότι δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση και το δικαστήριο, εφόσον η συζήτηση γίνεται με δική του επιμέλεια, απορρίπτει την αγωγή για ουσιαστικούς λόγους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 175 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν σήμερα, μετά και την τροποποίηση που επήλθε με το Ν. 2915/2001, ο υπόχρεος σε προκαταβολή τελών και εξόδων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το δικαστικό ένσημο, λογίζεται ως μη εμφανιζόμενος (πλασματική ερημοδικία) και, επομένως, δικάζεται ερήμην, του άρθρου 270 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ μη έχοντος εν προκειμένω εφαρμογή, διότι αφορά μόνο στην ερημοδικία, η οποία επέρχεται, όχι λόγω μη προκαταβολής των εξόδων, αλλά λόγω της από άλλους λόγους μη εμφανίσεως ή μη προσήκουσας εμφανίσεως κάποιου από τους διαδίκους (πραγματική ερημοδικία). Με το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν/ 2915/2001, καταργήθηκε το άρθρο 272 του ΚΠολΔ που αφορούσε την ερημοδικία του ενάγοντα (πραγματική και πλασματική), με συνέπεια σήμερα να μένει αρρύθμιστη η περίπτωση της πλασματικής ερημοδικίας και οι συνέπειές της. Διότι ο νομοθέτης προέβλεψε μεν και ρητά τροποποίησε τις συνέπειες της πραγματικής ερημοδικίας των διαδίκων στο πρωτοβάθμια δικαστήρια (άρθρα 270 παρ. 1 εδ. τελευταίο, 672 του ΚΠολΔ), δεν προέβλεψε, όμως, σχετικά για την περίπτωση της ερημοδικίας λόγω μη προκαταβολής των τελών και των εξόδων. Αν ήθελε θεωρηθεί ότι το σημερινό άρθρο 270 παρ. 1 του ΚΠολΔ αντιμετωπίζει ενιαία το ζήτημα της ερημοδικίας, αυτό θα οδηγούσε ουσιαστικά σε καταστρατήγηση των διατάξεων περί δικαστικού ενσήμου, αφού θα ήταν δυνατόν να ερευνηθεί στην ουσία της η αγωγή και να γίνει δεκτή εν όλω ή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, αν σε κάτι τέτοιο θα μπορούσε να καταλήξει το δικαστήριο, δημιουργώντας πλήρη δικανική πεποίθηση για τα κρίσιμα και αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά από τα αποδεικτικά μέσα που βρίσκονται στη διάθεσή του, χωρίς, ωστόσο, ο ενάγων να έχει προκαταβάλει το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου. Όμως, δεν προκύπτει τέτοια βούληση του νομοθέτη περί καταργήσεως της υποχρεώσεως προκαταβολής των τελών και των εξόδων, η οποία, για να στοιχειοθετηθεί, θα πρέπει να είναι ρητή και σαφής. Ως εκ τούτου, και από την ιστορική και τελεολογική ερμηνεία του συνόλου των διατάξεων, που αναφέρονται παραπάνω, προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε πριν καταργηθεί από το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 2915/2001 και που αφορά τις συνέπειες της ερημοδικίας του ενάγοντα, διατηρεί την ισχύ της για την περίπτωση πλασματικής ερημοδικίας των άρθρων 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912 και 175 του ΚΠολΔ και ρυθμίζει τις συνέπειες της τελευταίας και μόνον. Εξάλλου, η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις επιδικάσεως απαιτήσεων αποζημιώσεως για ζημίες από τροχαία ατυχήματα (άρθρο 681 Α΄ του ΚΠολΔ), όταν ο ενάγων δεν καταβάλει το απαιτούμενο για το καταψηφιστικό αντικείμενο της αγωγής τέλος δικαστικού ενσήμου. Η λύση αυτή δεν είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 672 του ΚΠολΔ, κατά την οποία, αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από τους διαδίκους, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες, καθόσον η τελευταία αυτή διάταξη (672 του ΚΠολΔ) αφορά στην ερημοδικία, η οποία επέρχεται, όχι λόγω μη προκαταβολής των εξόδων και τελών της δίκης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το δικαστικό ένσημο (πλασματική ερημοδικία), αλλά εξαιτίας της από άλλους λόγους μη εμφανίσεως ή μη προσήκουσας εμφανίσεως κάποιου από τους διαδίκους (βλ. ΑΠ 1095/2006 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1107/2005 ΝοΒ 2006.194, ΕφΠειρ 55/2009 Δίκη 2009.246, ΕφΘεσ 135/2008 Αρμ. 2009.1223, ΕφΠατρ 269/2007 ΑχΝομ 2008.347, ΕφΠατρ 1060/2006 ΑχΝομ 2007.399). Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που ο ενάγων δεν προκαταβάλει, ως είναι υποχρεωμένος, το ανάλογο τέλος του δικαστικού ενσήμου, η αγωγή του απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ο ενάγων, που παρέλειψε πρωτοδίκως την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της ερήμην του εκδοθείσας απορριπτικής αποφάσεως, από της δημοσιεύσεως αυτής (άρθρο 513 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠολΔ). Η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση εφέσεως, όταν συνοδεύεται με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως και τη νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου ο ενάγων δικαιούται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 αριθμ. 3 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 624/1972 ΝοΒ 21.21, ΑΠ 1095/2006 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5347/2008 ΕπΔικΠολυκ 2010.109,  ΕφΘεσ 135/2008 Αρμ. 2009.1223, ΕφΠατρ 269/2007 ΑχΝομ 2008.347).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ «η αναπηρία ή η παραμόρφωση, που προξενήθηκε στον παθόντα, λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του». Ως αναπηρία, θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως μέλλον, νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό-οικονομικό τομέα, η αναπηρία ή η παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας, έναντι των υγιών συναδέλφων του. Η ανωτέρω διάταξη προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο  χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η συνεπεία της αναπηρίας ή της παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Ομοίως, η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως τέτοια δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Τούτο συμβαίνει σε ανήλικο, που δεν έχει εισέλθει ακόμα στην παραγωγική διαδικασία και δεν μπορεί ήδη με την επέλευση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης να επικαλεστεί περιουσιακή ζημία. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό τους και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνικο-οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό-οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά τη διάταξη αυτή εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται καταρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία του παθόντα αφετέρου, καθώς και με τη συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αξίωσης για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα  εισοδήματα του παθόντα προς εργασία και β) από την κατ’ άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς είτε μεμονωμένως, αφού πρόκειται  για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση καθεμίας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μίας των λοιπών (ΑΠ 408/2011, ΑΠ 1712/2010, ΑΠ 1545/2010, ΑΠ 123/2010 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. ΓπΝ/1911, ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, δυνάμει των άρθρων 47 και 114 του ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι « διά πάσαν υπό του αυτοκινήτου κατά τη λειτουργίαν του ζημίαν προς τρίτους ενέχεται εις αποζημιώσεως ο ε οδηγός και ο κατά το άρθρο 2 κάτοχος, ο δε ιδιοκτήτης εν η περιπτώσει είναι τοιούτος άλλος ή κάτοχος ενέχεται μόνον μέχρι της αξίας του αυτοκινήτου, το οποίον παραχωρών εις το ζημιωθέν πρόσωπο, δύναται κατά την κρίση του δικαστηρίου να απαλλαχθή κατά πάσης άλλης αποζημιώσεως». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 [παρ. 2 του ίδιου νόμου, «κάτοχος αυτοκινήτου θεωρείται πας ο κατά τον χρόνον του ατυχήματος κατέχων το αυτοκίνητον, είτε κατά κυριότητα είτε εκ συμβάσεως, εκμεταλλευόμενος δ’ αυτό εν ιδίω ονόματι, ως και ο  αυτογνωμόνως επιλαμβανόμενος της κατοχής αυτοκινήτου και χρησιμοποιών τούτο καθ’ οιονδήποτε τρόπον». Από το ορθό νόημα των ως άνω διατάξεων, σαφώς προκύπτει ότι από το νόμο αυτό καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη ή ευθύνη από διακινδύνευση σε βάρος του οδηγού, του κατόχου και του ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου (στην έννοια του από τροχ.αυτοκιν.ατυχ., 1998, παρ. 1235, σελ. 430, ΕφΑθ 4655/1996 ΕλΔ 39.604, ΕφΑθ 9757/1987 ΕπΣυγκΔ 1988. 434), οι οποίοι ενέχονται εις ολόκληρον έναντι του παθόντα προς αποκατάσταση της ζημίας του (άρθρο 926 παρ. 1 του ΑΚ). Η ευθύνη αυτή συνδέεται προς κάθεμια από τις ως άνω ιδιότητες, η οποία μόνη της αρκεί για τη θεμελίωση ευθύνης χωρίς την ανάγκη συνδρομής άλλης πρόσθετης προϋποθέσεως (πχ σχέση προστήσεως κατά το άρθρο 922 ΑΚ μεταξύ του οδηγού και του ιδιοκτήτη). Η ευθύνη σε βάρος του ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου θεμελιώνεται ανεξάρτητα από το αν αυτός κατά το χρόνο του ατυχήματος είναι οδηγός ή κάτοχος αυτού. Όμως, ο νόμος, για να μετριάσει την αυστηρότητα της αντικειμενικής ευθύνης του ιδιοκτήτη, ο οποίος δεν είναι  κάτοχος ή οδηγός, με την ως άνω διάταξη του άρθρου 4 περιορίζει ποσοτικά την ευθύνη του μέχρι την αξία του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά τον αμέσως πριν από το ατύχημα χρόνο. Ο περιορισμός αυτός της ευθύνης του ιδιοκτήτη γίνεται με τη μορφή ενστάσεως και με τις έγγραφες προτάσεις, τις οποίες ο εναγόμενος ιδιοκτήτης καταθέτει έγκαιρα κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό. Η ένσταση αυτή, η οποία συνήθως προβάλλεται, αν η ζητούμενη με την αγωγή αποζημίωση υπερβαίνει την αγοραία αξία του αυτοκινήτου πριν από το ατύχημα πρέπει να είναι πλήρως ορισμένη. Προς τούτο, απαιτείται, μεταξύ άλλων να αναφέρεται η αξία του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο. Αν η αξία αυτή αμφισβητηθεί από τον ενάγοντα διατάσσεται απόδειξη για την αξία του αυτοκινήτου. Η ως άνω περιορισμένη ευθύνη του ιδιοκτήτη εφαρμόζεται αν η αγωγή στηρίζεται στο Ν. ΓπΝ/1911, όχι δε και στο κοινό δίκαιο (βλ. ΑΠ 447/2000 ΕλΔ 41.1309, ΕφΠεορ 121/2004 ΕλΔ 47.1687, ΕφΑθ 9257/1998 ΕλΔ 41.1672). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 12 του Ν. ΓπΝ/1911 καθιερώνει τον κανόνα του ανεφάρμοστού των διατάξεων του ειδικού αυτού νόμου σε περίπτωση βλάβης σε πρόσωπα ή πράγματα, που μεταφέρονται με το αυτοκίνητο. Έτσι, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο, δεν υπάρχει ευθύνη του οδηγού, κατόχου και κυρίου του ζημιογόνου αυτοκινήτου από μόνη την ιδιότητά τους αυτή και, αντίστοιχα, δεν υπάρχει για τον κύριο του αυτοκινήτου η περιορισμένη ευθύνη του Ν. ΓπΝ/1911. Ο ζημιούμενος όμως επιβάτης -ή σε περίπτωση θανάτωσής του, οι κατά νόμο δικαιούχοι- μπορεί να θεμελιώσει τις αξιώσεις του στη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ για τον οδηγό και στη διάταξη του άρθρου 922 του ίδιου Κώδικα για τον ιδιοκτήτη και μη οδηγό ως προστήσαντα. Εξάλλου η σχέση της προστήσεως δεν είναι απαραίτητο να στηρίζεται σε δικαιοπραξία ή σύμβαση με τη στενή έννοια του όρου. Μπορεί να στηρίζεται και σε σχέση καθαρώς πραγματική ή σε σχέση φιλική ή συγγενική και τέτοια υπάρχει όταν ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος του αυτοκινήτου εμπιστεύεται την οδήγησή του σε φίλο του ή ο πατέρας στο γιο του (βλ. ΑΠ 1228/2010 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 456/2006 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6678/1997 ΕλΔ 40.177, ΕφΑθ 4655/1996 ο.π.). Επομένως, τυχόν αξίωση αποζημίωσης των ανωτέρω προσώπων θα στηριχθεί στο κοινό δίκαιο, δηλαδή στις περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ, ειδικότερα δε στη διάταξη του άρθρου 914 αυτού για τον οδηγό και στη διάταξη του άρθρου 922 του ίδιου Κώδικα για τον ιδιοκτήτη και μη οδηγό ως προστήσαντα όμως τον οδηγό στην οδήγηση του αυτοκινήτου του, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, αποκλείεται η αντικειμενική ευθύνη του ως κυρίου κατά το Ν. ΓπΝ/1911.

Από τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, που ορίζει ότι για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση. Σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 και 6 του Ν. 2496/1997 «ασφαλιστική σύμβαση κλπ» (μετά την κατάργηση των άρθρων 189 και 192 του ΕμπΝ με το άρθρο 33 παρ. 2 του ως άνω νόμου και 11 παρ. 1 του Ν. 489/1976 «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης», προκύπτει ότι μεταξύ ασφαλιστή  και ασφαλισμένου η σύμβαση ασφάλισης καταρτίζεται με απλή συναίνεση των μερών, συντελείται από το χρόνο αποδοχής της αίτησης για ασφάλιση από τον ασφαλιστή, η οποία μπορεί να υποδηλωθεί και σιωπηρά με την κατάρτιση και παράδοση ή αποστολή του ασφαλιστηρίου στον αιτούντα και αποδεικνύεται με το ασφαλιστήριο, που εκδίδεται από τον ασφαλιστή και για το κύρος του οποίου αρκεί μόνον η υπογραφή του τελευταίου, μπορεί δε εγκύρως να συμφωνηθεί μ’ αυτή, ότι αποκλείεται η κάλυψη από τον ασφαλιστή ζημιών, που προκαλούνται από την κυκλοφορία του αυτοκινήτου, όταν ο οδηγός του, κατά το χρόνο του ατυχήματος τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών (βρίσκεται σε μέθη), κατά την έννοια του άρθρου 42 του ΚΟΚ (Ν. 2696/1999) ή δεν είναι εφοδιασμένος με την προβλεπόμενη από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί άδεια οδήγησης. Η συνομολόγηση του όρου αυτού δεν απαλλάσσει με τον ασφαλιστή της υποχρέωσής του να αποζημιώσει τον τρίτο, που  ζημιώθηκε, παρέχει όμως στον ασφαλιστή το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο και να ζητήσει από αυτόν, είτε με αυτοτελή είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, κάθε ποσό (με τους τόκους του) που κατέβαλε ή θα καταβάλει στον ζημιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζημίας, που αυτός υπέστη. Παθητικά υποκείμενα του δικαιώματος αναγωγής του ασφαλιστή, όταν συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης του τελευταίου, είναι, κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 489/1976, ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ο αντισυμβαλλόμενος, ανεξάρτητα εάν έχει ή όχι παράλληλα και την ιδιότητα του ασφαλισμένου, δηλαδή του κυρίου, κατόχου ή οδηγού του αυτοκινήτου και ο ασφαλισμένος, δηλαδή ο κύριος ή κάτοχος του ασφαλιζόμενου οχήματος, οπότε συμπίπτει στο ίδιο πρόσωπο η ιδιότητα του αντισυμβαλλόμενου και του ασφαλισμένου. Κάθε ένα από τα ως άνω πρόσωπα ευθύνεται αυτοτελώς, υπάρχει δηλαδή παράλληλη και εις ολόκληρον υποχρέωση ενός εκάστου των ως άνω υπόχρεων προσώπων έναντι του ασφαλιστή. Για την πληρότητα μίας τέτοιας αγωγής του ασφαλιστή, απαιτείται να διαλαμβάνονται σ’ αυτήν οι συνθήκες του ατυχήματος, τα περιστατικά που θεμελιώνουν την ευθύνη για το ατύχημα στο πρόσωπο του αντισυμβαλλόμενου ή ασφαλισμένου (πχ άρθρα 914, 922 του ΑΚ, άρθρα 2 επ. του Ν. ΓπΝ/1911), η ζημία του τρίτου και τα τυχόν καταβληθέντα από τον ασφαλιστή στον τρίτο χρηματικά ποσά. Πρέπει, επίσης, να αναφέρεται επαρκώς η συναφθείσα σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης των άνω προσώπων σχετικά με συγκεκριμένο αυτοκίνητο, όπως και ότι ο σχετικός για απαλλαγή του ασφαλιστή όρος έχει καταστεί περιεχόμενο της σύμβασης ασφάλισης κατά νόμιμο τρόπο (ΑΠ 769/2007 ΝοΒ 2007.1565).

Η συνομολόγηση του ανωτέρω όρου, που παρέχει στον ασφαλιστή δικαίωμα αναγωγής κατά του ασφαλισμένου, μπορεί να γίνει είτε με ενσωμάτωση αυτούσιου του όρου αυτού στη σύμβαση είτε με παραπομπή της σύμβασης στους όρους της Κ4/585/5-5-1978 Α.Υ.Ε. ή απευθείας στο ΦΕΚ που αυτή είχε δημοσιευθεί (ΦΕΚ 795/8-4-1978 τ. ΑΕ και ΕΠΕ), διά της οποίας (παραπομπής) η εν λόγω υπουργική απόφαση, στο άρθρο 25 της οποίας ορίζεται ότι αποκλείονται της ασφάλισης ζημίες, που προξενούνται από οδηγό, ο οποίος δεν έχει την προβλεπόμενη από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί άδεια οδήγησης (αριθμ. 6) και κατά το χρόνο που ο οδηγός του αυτοκινήτου τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 του ΚΟΚ (αριθμ. 8), ανεξάρτητα ότι η ανωτέρω Α.Υ.Ε. είναι ανίσχυρη ως ευρισκόμενη εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 6 παρ. 5 του Ν. 489/1976, βάσει του οποίου εκδόθηκε, αποκτά συμβατικό χαρακτήρα. Για τη δέσμευση του ασφαλισμένου από τους κατά τα ανωτέρω ενσωματωμένους στο ασφαλιστήριο όρους, δεν είναι απαραίτητο να υπογράφεται το ασφαλιστήριο και από αυτόν, αφού η αποδοχή των όρων του μπορεί να γίνει και σιωπηρά. Αυτό μπορεί να συμβεί με πλείονες τρόπους, όπως με την καταβολή του ασφαλίστρου, την παραλαβή του ασφαλιστηρίου, την επικόλληση στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου του ειδικού σήματος, που παραδίδει ο ασφαλιστής στον αντισυμβαλλόμενο, η δήλωση στον ασφαλιστή του επιγενόμενου ατυχήματος κλπ (ΑΠ 323/2011, ΑΠ 1426/2010, ΑΠ 581/2010, ΑΠ 2334/2009 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1451/2009 ΧρΙΔ 2010.473, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 1609/2007 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ δε δικαιολογείται άγνοια των όρων από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη (ΑΠ 2263/2009 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 76/2005 ΕλΔ 46.1414). Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ασφαλιστής ασκώντας αγωγή εξ αναγωγής κατά του ασφαλισμένου, λόγω παράβασης του καθιερουμένου από την άνω διάταξη ασφαλιστικού βάρους, οφείλει να επικαλεσθεί μόνο το αντικειμενικό περιστατικό της παράβασης αυτής. Καταρχήν, είναι δεδομένη η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης αυτής και του επελθόντος αποτελέσματος. Ανταπόδειξη της αιτιώδους συνάφειας μπορεί να γίνει δεκτή σε περιορισμένη έκταση στο βαθμό που το ατύχημα προκλήθηκε όχι από πλημμελή οδήγηση, αλλά από κάποιο τεχνικό ελάττωμα ή αποκλειστικά από πταίσμα τρίτου προσώπου (ΑΠ 1467/2009 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 926 και 927 του ΑΚ, συνάγεται ότι, αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν για την ίδια πράξη ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Εκείνος, όμως, που κατέβαλε ολόκληρη την αποζημίωση έχει δικαίωμα αναγωγής, κατά των λοιπών, έχει δηλαδή δικαίωμα να ζητήσει από τους συνοφειλέτες του αναγωγικά εκείνο το μέρος που βαρύνει αυτούς. Το δικαστήριο προσδιορίζει το μέτρο της μεταξύ τους ευθύνης ανάλογα με το βαθμό πταίσματος και το ποσοστό αιτιότητας, δηλαδή την αιτιώδη συμβολή εκάστου συνοφειλέτη στην παραγωγή του επιζήμιου αποτελέσματος. Αν δεν μπορεί να εξακριβωθεί ο βαθμός αυτός, η ζημία κατανέμεται μεταξύ όλων, κατ’ ίσα μέρη. Το δικαίωμα αναγωγής, στην εσωτερική σχέση μεταξύ των περισσότερων συνοφειλετών, ασκείται είτε με αυτοτελή αγωγή, αν ο συνοφειλέτης στην εξωτερική σχέση αποκατέστησε όλη τη ζημία του ζημιωθέντος ή κατέβαλε περισσότερα από τη μερίδα του, είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, αν ο συνοφειλέτης, που ενήχθη είτε μόνος είτε από κοινού με άλλους συνοφειλέτες στη δίκης αποζημιώσεως, δεν έχει καταβάλει ακόμη τίποτε και, για την περίπτωση της ήττας του εγείρει αγωγή κατά των λοιπών συνοφειλετών, κατά τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 περ. ε του ΚΠολΔ (ΑΠ 64/2011, ΑΠ 239/2010 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).