Νομολογία

Δικηγορικό Γραφείο Καβάλα > Νομολογία  > Απόρριψη αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης περιουσίας: Το γραφείο μας εκπροσώπησε τους καθ’ ων η αίτηση

Απόρριψη αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης περιουσίας: Το γραφείο μας εκπροσώπησε τους καθ’ ων η αίτηση

title-bg

Συντηρητική Κατάσχεση Περιουσίας – Έννοια Επείγουσας Περίπτωσης και Επικείμενου Κινδύνου στη Διαδικασία των Ασφαλιστικών Μέτρων – Απόρριψη Αιτήσεως – Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας 465/2023 – Το γραφείο μας εκπροσώπησε τους καθ’ ων η αίτηση.

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ, η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται και διατάσσεται σε περίπτωση ύπαρξης επικείμενου κίνδυνου, απειλούντος το επίδικο δικαίωμα και προς αποτροπή αυτού ή επί συνδρομής επείγουσας περίπτωσης, που επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη δικαστικών προφυλαχτικών μέτρων, πριν ή κατά τη διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης. Εν ανυπαρξία ή μη πιθανολόγηση των πραγματικών αυτών προϋποθέσεων δεν δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία αποτελούν την εξαίρεση του κανόνος, σύμφωνα με τον οποίο τα εξαναγκαστικά μέτρα κατά προσώπου ή της περιουσίας του διατάσσονται και λαμβάνονται μόνο μετά την τελεσίδικη διάγνωση της απαιτήσεως υπό τις εγγυήσεις και διατυπώσεις της τακτικής διαδικασίας. Ως επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος νοείται προδήλως η ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, η οποία είναι πιεστική και ανεπίδεκτη αναβολής και απαιτεί άμεση ρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων (ΜΠρΗρακλ 384/2019, ΜΠρΘες 3706/2014, ΤΠΝ Νόμος, ΜΠρΑθ 449/2004 ΝοΒ  52, 831). Η ύπαρξη ή μη επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου για την αποτροπή του οποίου ζητείται να διαταχθεί κάποιο ασφαλιστικό μέτρο, απόκειται σε κάθε περίπτωση στην κρίση του κατά Νόμο αρμόδιου να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο Δικαστηρίου, κρίση η οποία σχηματίζεται με βάση την πιθανολόγηση. Ειδικότερα, επείγουσα περίπτωση νοείται εκείνη, η οποία χρειάζεται άμεση ρύθμιση με δικαστική παρέμβαση λόγω της ανάγκης για τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου, όπως συμβαίνει όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να φέρει ουσιώδη βλάβη οποιασδήποτε έκτασης στην υλική φύση του αντικειμένου, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθεί προσωρινή ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, δηλαδή για την προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης (άρθρα 728 επ. ΚΠολΔ) και την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης (άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ). Επικείμενος δε κίνδυνος, που πρέπει να είναι ουσιώδης και αναπότρεπτος, υπάρχει όταν η βλάβη, που απειλείται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης όταν κάποτε ο αϊτών δανειστής θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, μετά τον τερματισμό της σχετικής κυρίας διαγνωστικής δίκης, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθούν τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, δηλαδή εγγυοδοσία (άρθρα 704  επ. ΚΠολΔ), προσημείωση υποθήκης ( άρθρα 706 ΚΠολΔ), συντηρητική κατάσχεση (άρθρα 707 επ. ΚΠολΔ), δικαστική μεσεγγύηση (άρθρα 725 ΚΠολΔ) ή σφράγιση (άρθρο 737 ΚΠολΔ) [ΜΠρΗρακλ 384/2019 ό.π. και Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας- Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ. Δ, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10, σελ. 24]. Ωστόσο, μόνη η ελαττωματική περιουσιακή κατάσταση  του καθ’ ου δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης ή της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης. Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής κατάστασης κάποιου προσώπου, γιατί υπό τοιαύτη εκδοχή θα δικαιολογείτο η λήψη ασφαλιστικών μέτρων και δη υπό την μορφή της προσημειώσεως υποθήκης ή της συντηρητικής κατασχέσεως επί πάσης εκκρεμούς αγωγής, ενόψει της ενδεχόμενης, κατά την κοινή λογική, μεταβολής ή ελαττώσεως της περιουσιακής καταστάσεως του διαδίκου. Ειδικότερα, ως επικείμενος κίνδυνος, που μπορεί να δικαιολογήσει τη λήψη των συγκεκριμένων ασφαλιστικών μέτρων της συντηρητικής κατασχέσεως και της προσημειώσεως υποθήκης, νοείται η πιθανολόγηση ότι επίκειται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν, κάποτε, ο αιτών (δανειστής) αποκτήσει εκτελεστικό τίτλο μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης (ΜΠρΗρακλ 384/2019 ό.π., ΜΠρΑθ 15200/2005, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111, 118 αρ. 4 και 688 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας απαιτείται γενικώς μεν να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου που λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην προδικασία, μεταξύ άλλως και το αντικείμενο αυτού κατά τρόπον σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, ειδικώς επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων να αναφέρονται συνοπτικώς τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν το δικαίωμα, για το λόγο ότι στις υποθέσεις αυτές είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη, λόγω της οποίας ο αποδεικτικός έλεγχος των παραγωγικών γεγονότων του προστατευτέου δικαιώματος γίνεται κατ’ ανάγκη μόνο με βάση τους ισχυρισμούς που διαλαμβάνονται στην αίτηση. Η παράλειψη, της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα παραπάνω γεγονότα καθιστά την αίτηση αόριστη και κατ’ ακολουθίαν απαράδεκτη ( ΕφΑθ 1173/99 ΕλλΔνη 42.764, ΜΠρΑθ 20368/87 ΕλλΔνη 29.580, Β.  Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική-Νομολογιακή ανάλυση ΚΠολΔ, άρθρο 682 αριθ.. 10, 72). Ειδικότερα δε, για το ορισμένο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, ως προς την προϋπόθεση της συνδρομής επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, πρέπει σ’ αυτήν να γίνεται έστω και συνοπτικά αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν την συνδρομή του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης και δεν αρκεί η αναφορά στην στερεότυπη διατύπωση του νόμου, αλλά απαιτείται παράθεση συγκεκριμένων, έστω και συνοπτικώς, περιστατικών του εννοιολογικού προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών, διαφορετικά είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της (ΕφΑθ 1173/99 Δνη 42.764 , ΜονΠρΑθ 240/2021, ΜΠρΘες 3706/2014 ό.π. , ΜΠρΘες 15137/2012 ΤΠΝ Νόμος και Τζίφρα Ασφαλιστικά μέτρα, έκδοση 1985, σελ 9, Β Βαθρακοκοίλη, ο.π. άρθρο 682, αριθμ. 10).